Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Τεύχος 24, Νοέμβρης 2010

























1) Η διάσπαση της παγκόσμιας οικονομίας σε νομισματικά και εμπορικά μπλοκ

και η πορεία προς τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
μετάφραση από τον πρώτο τόμο του βιβλίου "Globale Krise" του K.H. Roth, 2009.

2) Παιδιά της κρίσης: οι μηχανικοί... και η επιστημονική οργάνωση

της εργασίας

Στις κρίσεις του καπιταλισμού δε γίνονται μόνο ορατά τα αδιέξοδα των αφεντικών σε σχέση με τα πλεονάσματα και την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, αλλά εμφανίζονται τεχνολογικές και επιστημονικές καινοτομίες που οδηγούν στο ξεπέρασμά τους. Αν γυρίσουμε στο παρελθόν θα δούμε τέτοια παραδείγματα. Τη δεκαετία του 1880, δηλαδή στη διάρκεια της μακράς ύφεσης του 1873-1896, εκατοντάδες μηχανικοί που δούλευαν στη βιομηχανία μετάλλου των ΗΠΑ πειραματίζονταν με την “επιστημονική διοίκηση των επιχειρήσεων”. Δηλαδή με το πως θα κάνουν τους εργάτες πιο πειθαρχημένους στο χώρο παραγωγής. Αυτός που κέρδισε τη δόξα ήταν τελικά ο Frederick Taylor (1856-1915), που από εργάτης έγινε μηχανικός και σύμβουλος επιχειρήσεων. Ο κύριος αυτός (όπως και οι υπόλοιποι μηχανικοί) δε χρησιμοποιούσε μόνο τα μαθηματικά αλλά κουβαλούσε και μια ολόκληρη ιδεολογία δείχνοντας ιδιαίτερο ζήλο και αδιαλλαξία εναντίον των εργατών. Καταρχάς αντιλαμβανόνταν τη λειτουργία ενός εργοστασίου σαν μια διαρκή πάλη ανάμεσα στους εργάτες και τους επιστάτες. Αυτή η πάλη έπρεπε λοιπόν να κερδηθεί για λογαριασμό των αφεντικών, καταγράφοντας και απαλλοτριώνοντας με κάθε λεπτομέρεια τις γνώσεις της εργασιακής διαδικασίας που είχαν οι άμεσοι παραγωγοί, δηλ. οι εργάτες. Ο Τέυλορ επεδίωκε στην ουσία μια νέα ποιοτική τυρρανία πάνω στην εργασία που αργότερα θα χρησίμευε σαν μέσο για το μακροχρόνιο ξεπέρασμα της ύφεσης. Μέχρι και τη δεκαετία του 1890 τα πράγματα δεν ήταν ξεκάθαρα αφού υπήρχαν παράλληλα διάφορα ανταγωνιστικά σχέδια και μέθοδοι για την “επιστημονική οργάνωση της εργασίας”. Που να ήξερε τότε ο Τέυλορ ότι μια ολόκληρη περίοδος ανάπτυξης του καπιταλισμού κατά τον 20ο αιώνα θα καταγραφόταν στα βιβλία της ιστορίας σαν “τεϋλορισμός”!
Σημασία εδώ έχει να καταλάβουμε ότι το μοντέλο εκμετάλλευσης που αργότερα έμελλε να επικρατήσει, ήταν προϊόν έρευνας και αναζήτησης στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Ωστόσο μέσα σ’ αυτή τη μαύρη περίοδο της φτώχειας και της διηπειρωτικής μαζικής μετανάστευσης εκατομμυρίων ανέργων εργατών και προλεταριοποιημένων αγροτών άρχισε να ξεπηδάει παγκοσμίως το οργανωμένο εργατικό κίνημα με τη μορφή που το ξέραμε μέχρι και σήμερα.


3) Υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο


Το κεφάλαιο ελέγχει και διατάζει τον εργάτη και τη δραστηριότητά του, δηλαδή την εργασία. Πριν ενάμιση αιώνα ο Κάρολος το είχε ονομάσει "τυπική υπαγωγή" της εργασιακής διαδικασίας. Στην πραγματικότητα επιδιώκεται κάτι παραπάνω: ο μετασχηματισμός της εργασίας όπου το κεφάλαιο θέλει να δώσει στον τρόπο παραγωγής μια νέα μορφή, ένα νέο
νόημα κοινωνικά αποδεκτό, ένα νόημα ζωής. Όταν εργαζόμαστε δεν παράγουμε μόνο προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά βιώνουμε και την έννοια μιας "αφηρημένης εργασίας". Αυτό
γίνεται αντιληπτό τόσο μέσα στην παραγωγή όσο και έξω από αυτήν όταν π.χ. κάποιος μας ρωτάει "με τί ασχολείσαι;" ή "τί δουλειά κάνεις;". Αυτή είναι η "πραγματική υπαγωγή"
της εργασίας στο κεφάλαιο, μια διαδικασία ανατίμησης που μετασχηματίζει την εργασία και παράγει νέες αξίες για τον εργαζόμενο, για το αφεντικό και την κοινωνία. "Η υπαγώμενη εργασία μετατρέπεται σε μια ορισμένη ποσότητα αφηρημένης εργασίας".

Πως γίνεται ο μετασχηματισμός; Παραδείγματα: στο βαθμό που ο εργαζόμενος αντιλαμβάνεται την εταιρία που δουλεύει ως "οικογένεια" και όχι ως κάτεργο, τη σχέση
μεταξύ αφεντικού και εργάτη σαν συνεργασία και όχι σαν εκμετάλλευση, την ομάδα εργασίας σαν κάτι ευχάριστο και όχι σαν εσωτερικό έλεγχο, τότε το κεφάλαιο πετυχαίνει ένα
νέο νόημα. Η διαδικασία της ανατίμησης της εργασίας περιλαμβάνει λοιπόν μια νοηματοδότηση. Τουλάχιστον είναι ένα στοίχημα από πλευράς κεφαλαίου για την εργασιακή ειρήνη και τη λεγόμενη κοινωνική συνοχή, όπως χαρακτηριστικά ονομάζουν οι κοινωνιολόγοι την κοινωνική ειρήνη. Πως μπορεί όμως σήμερα το κεφάλαιο να πετύχει κάτι τέτοιο καθώς
υποτιμάει οικονομικά την εργασία, αφού τόσο ο ονομαστικός όσο και ο πραγματικός μισθός (λόγω ΦΠΑ, φόρων, μειωμένων κοινωνικών παροχών κτλ.) μειώνονται;

Στα '90s το κυρίαρχο νόημα ήταν η καριέρα, σήμερα για όσους δουλεύουν ήδη ή για όσους ψάχνουν δουλειά μπορεί να είναι απλά η επιβίωση μέσα στη ζούγκλα της ανεργίας.
Μπροστά στον εκβιασμό της επιβίωσης και της απουσίας ενός μηνιαίου μισθού τα προσωπικά στάνταρ κατρακυλάνε. Υπάρχει μια έκπτωση ατομικών αξιώσεων και φιλοδοξιών. Ακόμα χειρότερα είναι όταν απουσιάζει η αίσθηση κοινού συμφέροντος ενάντια στους άθλιους όρους εργασίας. Ή όταν το ταξικό συμφέρον αντικαθίσταται από το εθνικό. Αυτός που θα ξεχωρίσει από τους άλλους και θα "αρπάξει" μια κακοπληρωμένη θέση εργασίας, θα νιώσει τυχερός και ευτυχής... Η πανταχού παρούσα εργασιακή ηθική φεύγει από την ποιότητα της θέσης εργασίας ή το ύψος του μισθού, και στρέφεται στην απόκτηση μιας απασχόλησης "ότι να 'ναι": "δουλειά να υπάρχει κι ας είναι σκατά", "από το να μην παίζει τίποτα καλό είναι κι αυτό που βρήκα" κτλ. Συγχρόνως αυτή η ηθική αποδέχεται μια επιμήκυνση ωραρίου, αφού σημασία δεν έχει η ποσότητα/ένταση της δραστηριότητας αλλά η με οποιοδήποτε τίμημα κατοχή της. Η εργασιακή ηθική ενισχύεται ως ιερότητα της εργασίας, ως καθήκον και χρησιμότητα απέναντι στην κοινωνία...

Η παγίδα της ανάπτυξης, στην οποία πέφτουν διάφορες προοδευτικάντζες απαιτώντας τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ενάντια στην ανεργία, μπορεί κάλλιστα να γίνει
μέρος μιας εθνικής διαχείρισης/ενότητας που θα περιλαμβάνει την κρατική στήριξη μικροαφεντικών, προστατευτικούς δασμούς, εμπορικό πόλεμο σε μη "ασφαλή" και "ανθυγιεινά" εισαγόμενα προϊόντα ή επαναφορά εθνικών νομισμάτων. Καθώς η εθνική συσσώρευση (σαν άμεση συμμαχία κράτους και ελληνικών τραπεζών) προσπαθεί να αναδιπλωθεί και να σταθεροποιήσει την οικονομία, η εργασία μπορεί να αποκτήσει ακόμα και "εθνικά" χαρακτηριστικά: δουλειά πρώτα για τους έλληνες, διεύρυνση της υποαπασχόλησης ώστε να ζεις με τα ελάχιστα, μοίρασμα της πίτας της αγοράς εργασίας σε περισσότερους. Όσοι περισσεύουν και δεν πειθαρχούν, το πλεονάζων εργατικό δυναμικό και ειδικά οι μετανάστες/πρόσφυγες, θα έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με εκείνον τον κλάδο που βρίθει προσλήψεων: τους καραβανάδες και την μπατσαρία... Ενώ το έργο τους θα συμπληρώνουν οι ρατσιστικές πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών. Ίδωμεν...