μετάφραση από το #94 του γερμανικού περιοδικού Wildcat
To σύμπλεγμα της NSU - Η κρατική καθοδήγηση των ναζί
"Δεν θα επιτρέψουμε να μαθευτούν μυστικά που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τη δράση του κράτους"
Λίγες μέρες μετά την αυτοαποκάλυψη της ναζιστικής ομάδας NSU ("Εθνικοσοσιαλιστική Παρανομία") το Νοέμβριο του 2011 [1], έγινε ξεκάθαρο ότι οι δολοφονίες που διέπραξε η NSU ήταν εφικτές μόνο επειδή τμήματα του κρατικού μηχανισμού την άφησαν να κάνει ό,τι θέλει. Πώς σχετίζονται όμως αυτά τα "τμήματα" μεταξύ τους; Πόσο ψηλά φτάνει η αλυσίδα των εντολών για το κουκούλωμα της υπόθεσης; Αποτέλεσαν άραγε οι δολοφονίες μια έκπληξη; Μήπως οι μυστικές υπηρεσίες ήξεραν από τα πριν για τις απόπειρες δολοφονίων και τις άφησαν να γίνουν ή τις σχεδίασαν ενεργά και τις καθοδήγησαν;
Το παρόν άρθρο βασίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα του περιοδικού Wildcat (#92 και 93), και προσπαθεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα. Γι' αυτό το σκοπό σκιαγραφεί τους φασίστες που γεννήθηκαν τη δεκαετία του '70 και κοινωνικοποιήθηκαν μέσα στη "συζήτηση για το άσυλο" κατά τη δεκαετία του '90, και εξετάζει τις συνδέσεις των ναζί με το σύστημα των μισθοφόρων και την ιδιωτικοποίηση του πολέμου, μέχρι το βαθύ κράτος και τις δομές Stay behind του ΝΑΤΟ. Για λόγους σύνοψης παρουσιάζονται όσο το δυνατόν λιγότερα πρόσωπα: μισή ντουζίνα ναζί, μια χούφτα χαφιέδες και τέσσερεις εκπρόσωποι του βαθέος κράτους. Η μετάβαση από το ένα πρόσωπο στο άλλο γίνεται ελεύθερα, αλλά το στόρυ είναι συναρπαστικό και δεν έχει φτάσει ακόμη στο τέλος του.
Το άρθρο δεν βασίζεται σε ιδία έρευνα αλλά σε άρθρα εφημερίδων, εκθέσεις ανακριτικών επιτροπών και βιβλία.
Είναι περισσότεροι από τρεις
Όπως έγινε με τον ακροδεξιό Koehler, που σκοτώθηκε στη βομβιστική ενέργεια στον χώρο διεξαγωγής του φεστιβάλ μπύρας Oktoberfest στο Μόναχο, τον Σεπτέμβριο του 1980 (με 13 νεκρούς και 200 βαριά τραυματίες) [2], έτσι και τώρα κάποιοι θέλουν να παρουσιάσουν τους Boenhardt, Mundlos και Zschaepe ως μοναδικούς δράστες της NSU, με σκοπό να κουκουλώσουν τις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις και την εμπλοκή των κρατικών υπηρεσιών.
Οι ναζί της NSU κοινωνικοποιήθηκαν πολιτικά την περίοδο που διεξαγόταν η συζήτηση για την παροχή ασύλου στους πρόσφυγες στις αρχές της δεκαετίας του '90, σε μια εποχή όπου μπορούσαν να διαπράττουν κάθε βρωμοδουλειά εναντίον μεταναστών και αριστερών νεολαίων, χωρίς να διώκονται δικαστικά από το κράτος. Οι ναζί αντιλαμβάνονταν ότι μπορούσαν να αλλάξουν τη γερμανική κοινωνία με μαχητικές ενέργειες.
Οι οργανωτικές δομές των ναζί είναι σχετικά σαφείς: "Ελεύθερες Ομάδες Συντρόφων" ("freie Kameradschaften"), Πατριωτική Πολιτοφυλακή της Θουριγγίας (THS), Blood & Honour και Ku Klux Klan.
Η "Ελεύθερη Ομάδα Συντρόφων της Jena" ("Kameradschaft Jena") αποτελείτο από τους Ralf Wohlleben, Holger Gerlach, Andre Kapke, Boenhardt, Mundlos και Zschaepe, που είναι καταγεγραμμένοι ως "ακροδεξιοί" στο πληροφοριακό σύστημα NADIS της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος (VS) [3] από το 1995. Όντας οργανωμένοι στην Πατριωτική Πολιτοφυλακή της Θουριγγίας (THS) ασκούνταν με εκρηκτικά, έκαναν σκοποβολή και διέπραξαν τις πρώτες βομβιστικές ενέργειες. Όταν τον Ιανουάριο του 1998 η εγκληματολογική υπηρεσία της Θουριγγίας ανακάλυψε βόμβες και εκρηκτικά σε ένα γκαράζ που είχε νοικιάσει η Zschaepe, οι έξι ναζί κρύφτηκαν μέσα στις δομές που ήταν καταγεγραμμένες στο σύστημα NADIS από το 1995. Ωστόσο και οι έξι παρέμειναν δραστήριοι. Ο Holger Gerlach π.χ. προμήθευε το τρίο της NSU (Boenhardt, Mundlos και Zschaepe) με άδειες οδήγησης, ταξιδιωτικά διαβατήρια και ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως. Στο όνομά του νοικιάζονταν τα τροχόσπιτα (στμ: με τα οποία οι τρεις ταξίδευαν σε όλη τη Γερμανία για να διαπράξουν τους φόνους), ακόμα κι αυτό που χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία στο Heilbronn. Οι Kapke και Wohlleben έβρισκαν όπλα και διαβατήρια, οργάνωναν τη "Γιορτή των Λαών" και ήταν αρμόδιοι για τις διεθνείς επαφές. Το 1998 ο Wohlleben μπήκε στο κόμμα NPD και έγινε αντιπρόεδρος στο κρατίδιο της Θουριγγίας. Ο Wohlleben είναι μάλλον η πιο σημαντική φιγούρα από τους έξι "συντρόφους".
Επιπλέον στο νοικιασμένο γκαράζ ο Mundlos είχε αφήσει δύο λίστες διευθύνσεων με 35 ονόματα - μεταξύ των οποίων πέντε πληροφοριοδότες της VS σύμφωνα με τις σημερινές αποκαλύψεις. Δέκα τηλεφωνικοί αριθμοί ήταν από το Chemnitz (Κέμνιτς), την πόλη όπου κρύφτηκαν για πρώτη φορά οι τρεις της NSU. Ανάμεσα στις διευθύνσεις ήταν και αυτή του πρώτου πράκτορα που είχε επαφές με τους τρεις. Ο Bruemmendorf, που στάλθηκε στη Θουριγγία από την Ομοσπονδιακή Εγκληματολογική Υπηρεσία (ΒΚΑ) ως "ειδικός για τον δεξιό εξτρεμισμό", αποφάνθηκε ότι στη λίστα ήταν και πληροφοριοδότες, και έστειλε μια χειρόγραφη σημείωση, ότι αυτές οι λίστες ονομάτων είναι "χωρίς σημασία". Ταυτόχρονα όμως ειδοποίησε τον Thomas Starke, ο οποίος επίσης βρισκόταν στη λίστα: "Κρησφύγετο!;". Πολύ σωστά! Το Chemnitz ήταν το πρώτο κρησφύγετο των Boenhardt, Mundlos και Zschaepe. Οι λίστες διευθύνσεων δεν ήταν "ασήμαντες", αλλά περιελάμβαναν το παγγερμανικό δίκτυο της NSU σε Chemnitz, Jena, Halle, Ροστόκ, Νυρεμβέργη, Straubing, Regensburg, Ludwigsburg...
Πληροφοριοδότες - η (κρατικά χρηματοδοτούμενη) βάση του συντονισμού
Τον Σεπτέμβριο του 1997, παιδιά που έπαιζαν μπροστά από το κρατικό θέατρο της Ιένας ανακάλυψαν μια βαλίτσα που περιείχε μια απομίμηση βόμβας με 10 γραμμάρια ΤΝΤ και την οποία είχε τοποθετήσει η οργάνωση "Kameradschaft Jena". Ο αστυνομικός που ανέκρινε τους/τις συνεργάτες/ριες του θεάτρου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για "αριστερούς διανοούμενους", για "πολυπολιτισμικούς" θεατές, και για μια θεατρική παράσταση με δυνατή μουσική μέχρι αργά το βράδυ, όπου "μαύροι αφρικανοί άνδρες χορεύουν με λευκές γυναίκες". Ο αστυνομικός πήρε απλά την βαλίτσα μαζί του στο τμήμα χωρίς περαιτέρω συλλογή και αξιολόγηση ιχνών. Αυτό είναι ο ρατσισμός των μπάτσων.
Οι ελάχιστοι αστυνομικοί και ακόμη λιγότεροι μυστικοί πράκτορες που θεώρησαν τους φασίστες ως δράστες των δολοφονιών της NSU, δεν εισακούστηκαν στις υπηρεσίες τους. Αντίθετα εκδιώχθηκαν, αντιμετωπίστηκαν κακόβουλα από τους συναδέλφους τους, θεωρήθηκαν ψυχικά άρρωστοι ή οδηγήθηκαν σε πρόωρη σύνταξη. Κάποιες φορές οι διαταγές έρχονταν από "πολύ ψηλά". Συνήθως όμως τέτοιες εντολές δεν ήταν καθόλου αναγκαίες λόγω της ευρείας - ιδεολογικής και εν μέρει οργανωτικής - αλληλοεπικάλυψης μεταξύ του κρατικού μηχανισμού και της ακροδεξιάς σκηνής. Μόνο δώδεκα μπάτσοι από το κρατίδιο της Βάδης Βυρτεμβέργης είχαν επαφές με το περιβάλλον της NSU. Τουλάχιστον δύο αστυνομικοί της Θουριγγίας συμμετείχαν στην THS όχι για υπηρεσιακούς λόγους. Η Zschaepe είχε νοικιάσει το γκαράζ με τα εκρηκτικά από έναν αστυνομικό...
Αυτός ο γκρίζος τομέας συμπαθούσε λιγότερο ή περισσότερο φανερά, λιγότερο ή περισσότερο έμπρακτα τους ναζί. Σε αυτή τη βάση συνυπάρχουν ατομικές πρωτοβουλίες και κρατικές στρατηγικές. Ο Andreas Temme, πράκτορας της VS στο κρατίδιο της Έσσης, γνωστός ως Μικρός Αδόλφος, ήταν παρών στη δολοφονία του τούρκου μετανάστη Halit Yozgat στο Κάσσελ. Πρόκειται για πρωτοβουλία ενός φασίστα που στρατολογήθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες ή για κρατική υποστήριξη της NSU; Ο Temme ήταν πληροφοριοδότης-καθοδηγητής ενός στελέχους της Blood & Honour.
Τον Φεβρουάριο του 1997, η Ομοσπονδιακή Εγκληματολογική Υπηρεσία (ΒΚΑ) σε ένα εσωτερικό έγγραφό της είχε χαρακτηρίσει τους πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ως "εμπρηστές" της ναζιστικής σκηνής. Η Heike Kleffner, εισηγήτρια του κόμματος Die Linke στην εξεταστική επιτροπή της ομοσπονδιακής βουλής για την NSU, διαπίστωσε το εξής: "Χωρίς τους πληροφοριοδότες - αυτό αποδεικνύεται τουλάχιστον για τα κρατίδια της Θουριγγίας και της Βαυαρίας - δεν θα είχε υπάρξει αυτή η σταθερή εξέλιξη, ο βαθμός της οργάνωσης, ο βαθμός της δομής, αλλά και η αυθόρμητη μορφή των διαδηλώσεων, επιθέσεων και επιδρομών σε εναλλακτικούς νεολαίους και μετανάστες".
Τη δεκαετία του 1990 οι κρατικές υπηρεσίες συνεισέφεραν στη συγκρότηση, ισχυροποίηση και ριζοσπαστικοποίηση της νεολαιίστικης νεοναζιστικής σκηνής, κάνοντάς την μαχητική. Τα πάντα διευθύνονταν σε κεντρικό επίπεδο, όπως γνωρίζουμε από την αποκάλυψη της επιχείρησης Rennsteig.
Επιχείρηση Rennsteig - η κρατική καθοδήγηση των ναζί
Τον Ιούνιο του 2012 έγινε γνωστό ότι η συνεργασία με τους ναζί ελεγχόταν άμεσα από το ομοσπονδιακό υπουργείο Εσωτερικών. Ο αρχικός πυρήνας της NSU, η "Πατριωτική Πολιτοφυλακή της Θουριγγίας" (THS), δεν ήταν απλά η πιο ισχυρά ελεγχόμενη και επομένως χρηματοδοτούμενη από το κράτος ναζιστική οργάνωση της δεκαετίας του '90. Η υπονόμευση αυτή συντονιζόταν σε κεντρικό επίπεδο.
Ο Tino Brandt, τον οποίο η VS είχε στρατολογήσει το 1994 σε ηλικία 19 ετών, είχε στήσει την THS ως διάδοχη οργάνωση της Anti-Antifa Ostthueringen. Η THS ξεκίνησε με 20 άτομα το 1996, στο αποκορύφωμά της από τα 140 μέλη τουλάχιστον τα 40 ήταν πληροφοριοδότες. Ήδη τον Οκτώβριο του 1997, σε μια έρευνα της αστυνομίας στα κεντρικά γραφεία της THS ανακαλύφθηκε το μεγαλύτερο οπλοστάσιο στη Θουριγγία από το 1945. Παρόλα αυτά η THS δεν απαγορεύθηκε. Ανέστειλε επίσημα τη λειτουργία της μόλις το 2001 με την αποκάλυψη του Brandt ως πληροφοριοδότη. Προηγουμένως ο Tino Brandt είχε λάβει ένα μεγάλο μέρος από τα 200.000 γερμανικά μάρκα ως αμοιβή για τη δομή της THS.
Η THS ελεγχόταν από τις μυστικές υπηρεσίες μέσω της επιχείρησης Rennsteig από το 1997. Εδώ συνεργάζονταν η ομοσπονδιακή υπηρεσία προστασίας του συντάγματος (BfV), η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (MAD), καθώς και οι τοπικές υπηρεσίες προστασίας του συντάγματος των κρατιδίων της Θουριγγίας και της Βαυαρίας. Μεταξύ άλλων οι παραπάνω υπηρεσίες είχαν καταρτίσει μια λίστα 35 πιθανών πληροφοριοδοτών. Από αυτούς πλήρωναν 8 ηγετικά στελέχη (άλλες πηγές μιλάνε για 10). Ανεξάρτητα από αυτά τα στελέχη η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών και οι τοπικές υπηρεσίες προστασίας του συντάγματος είχαν τους δικούς τους πληροφοριοδότες στην ακροδεξιά σκηνή. Στη δικογραφία της NSU εμφανίζεται αρκετές φορές μια κατάσταση, όπου τέσσερεις-πέντε ναζί κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και προετοιμάζουν π.χ. μια πορεία μνήμης στον Ρούντολφ Ες. Και όλοι είναι πληροφοριοδότες των μυστικών υπηρεσιών! Επομένως οι ανακριτικές επιτροπές μπορούν να παρακολουθήσουν τα γεγονότα από τόσες διαφορετικές προοπτικές, όσοι είναι και οι πληροφοριοδότες.
Λίγες μέρες μετά την αυτοαποκάλυψη της ναζιστικής ομάδας NSU ("Εθνικοσοσιαλιστική Παρανομία") το Νοέμβριο του 2011 [1], έγινε ξεκάθαρο ότι οι δολοφονίες που διέπραξε η NSU ήταν εφικτές μόνο επειδή τμήματα του κρατικού μηχανισμού την άφησαν να κάνει ό,τι θέλει. Πώς σχετίζονται όμως αυτά τα "τμήματα" μεταξύ τους; Πόσο ψηλά φτάνει η αλυσίδα των εντολών για το κουκούλωμα της υπόθεσης; Αποτέλεσαν άραγε οι δολοφονίες μια έκπληξη; Μήπως οι μυστικές υπηρεσίες ήξεραν από τα πριν για τις απόπειρες δολοφονίων και τις άφησαν να γίνουν ή τις σχεδίασαν ενεργά και τις καθοδήγησαν;
Το παρόν άρθρο βασίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα του περιοδικού Wildcat (#92 και 93), και προσπαθεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα. Γι' αυτό το σκοπό σκιαγραφεί τους φασίστες που γεννήθηκαν τη δεκαετία του '70 και κοινωνικοποιήθηκαν μέσα στη "συζήτηση για το άσυλο" κατά τη δεκαετία του '90, και εξετάζει τις συνδέσεις των ναζί με το σύστημα των μισθοφόρων και την ιδιωτικοποίηση του πολέμου, μέχρι το βαθύ κράτος και τις δομές Stay behind του ΝΑΤΟ. Για λόγους σύνοψης παρουσιάζονται όσο το δυνατόν λιγότερα πρόσωπα: μισή ντουζίνα ναζί, μια χούφτα χαφιέδες και τέσσερεις εκπρόσωποι του βαθέος κράτους. Η μετάβαση από το ένα πρόσωπο στο άλλο γίνεται ελεύθερα, αλλά το στόρυ είναι συναρπαστικό και δεν έχει φτάσει ακόμη στο τέλος του.
Το άρθρο δεν βασίζεται σε ιδία έρευνα αλλά σε άρθρα εφημερίδων, εκθέσεις ανακριτικών επιτροπών και βιβλία.
Είναι περισσότεροι από τρεις
Όπως έγινε με τον ακροδεξιό Koehler, που σκοτώθηκε στη βομβιστική ενέργεια στον χώρο διεξαγωγής του φεστιβάλ μπύρας Oktoberfest στο Μόναχο, τον Σεπτέμβριο του 1980 (με 13 νεκρούς και 200 βαριά τραυματίες) [2], έτσι και τώρα κάποιοι θέλουν να παρουσιάσουν τους Boenhardt, Mundlos και Zschaepe ως μοναδικούς δράστες της NSU, με σκοπό να κουκουλώσουν τις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις και την εμπλοκή των κρατικών υπηρεσιών.
Οι ναζί της NSU κοινωνικοποιήθηκαν πολιτικά την περίοδο που διεξαγόταν η συζήτηση για την παροχή ασύλου στους πρόσφυγες στις αρχές της δεκαετίας του '90, σε μια εποχή όπου μπορούσαν να διαπράττουν κάθε βρωμοδουλειά εναντίον μεταναστών και αριστερών νεολαίων, χωρίς να διώκονται δικαστικά από το κράτος. Οι ναζί αντιλαμβάνονταν ότι μπορούσαν να αλλάξουν τη γερμανική κοινωνία με μαχητικές ενέργειες.
Οι οργανωτικές δομές των ναζί είναι σχετικά σαφείς: "Ελεύθερες Ομάδες Συντρόφων" ("freie Kameradschaften"), Πατριωτική Πολιτοφυλακή της Θουριγγίας (THS), Blood & Honour και Ku Klux Klan.
Η "Ελεύθερη Ομάδα Συντρόφων της Jena" ("Kameradschaft Jena") αποτελείτο από τους Ralf Wohlleben, Holger Gerlach, Andre Kapke, Boenhardt, Mundlos και Zschaepe, που είναι καταγεγραμμένοι ως "ακροδεξιοί" στο πληροφοριακό σύστημα NADIS της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος (VS) [3] από το 1995. Όντας οργανωμένοι στην Πατριωτική Πολιτοφυλακή της Θουριγγίας (THS) ασκούνταν με εκρηκτικά, έκαναν σκοποβολή και διέπραξαν τις πρώτες βομβιστικές ενέργειες. Όταν τον Ιανουάριο του 1998 η εγκληματολογική υπηρεσία της Θουριγγίας ανακάλυψε βόμβες και εκρηκτικά σε ένα γκαράζ που είχε νοικιάσει η Zschaepe, οι έξι ναζί κρύφτηκαν μέσα στις δομές που ήταν καταγεγραμμένες στο σύστημα NADIS από το 1995. Ωστόσο και οι έξι παρέμειναν δραστήριοι. Ο Holger Gerlach π.χ. προμήθευε το τρίο της NSU (Boenhardt, Mundlos και Zschaepe) με άδειες οδήγησης, ταξιδιωτικά διαβατήρια και ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως. Στο όνομά του νοικιάζονταν τα τροχόσπιτα (στμ: με τα οποία οι τρεις ταξίδευαν σε όλη τη Γερμανία για να διαπράξουν τους φόνους), ακόμα κι αυτό που χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία στο Heilbronn. Οι Kapke και Wohlleben έβρισκαν όπλα και διαβατήρια, οργάνωναν τη "Γιορτή των Λαών" και ήταν αρμόδιοι για τις διεθνείς επαφές. Το 1998 ο Wohlleben μπήκε στο κόμμα NPD και έγινε αντιπρόεδρος στο κρατίδιο της Θουριγγίας. Ο Wohlleben είναι μάλλον η πιο σημαντική φιγούρα από τους έξι "συντρόφους".
Επιπλέον στο νοικιασμένο γκαράζ ο Mundlos είχε αφήσει δύο λίστες διευθύνσεων με 35 ονόματα - μεταξύ των οποίων πέντε πληροφοριοδότες της VS σύμφωνα με τις σημερινές αποκαλύψεις. Δέκα τηλεφωνικοί αριθμοί ήταν από το Chemnitz (Κέμνιτς), την πόλη όπου κρύφτηκαν για πρώτη φορά οι τρεις της NSU. Ανάμεσα στις διευθύνσεις ήταν και αυτή του πρώτου πράκτορα που είχε επαφές με τους τρεις. Ο Bruemmendorf, που στάλθηκε στη Θουριγγία από την Ομοσπονδιακή Εγκληματολογική Υπηρεσία (ΒΚΑ) ως "ειδικός για τον δεξιό εξτρεμισμό", αποφάνθηκε ότι στη λίστα ήταν και πληροφοριοδότες, και έστειλε μια χειρόγραφη σημείωση, ότι αυτές οι λίστες ονομάτων είναι "χωρίς σημασία". Ταυτόχρονα όμως ειδοποίησε τον Thomas Starke, ο οποίος επίσης βρισκόταν στη λίστα: "Κρησφύγετο!;". Πολύ σωστά! Το Chemnitz ήταν το πρώτο κρησφύγετο των Boenhardt, Mundlos και Zschaepe. Οι λίστες διευθύνσεων δεν ήταν "ασήμαντες", αλλά περιελάμβαναν το παγγερμανικό δίκτυο της NSU σε Chemnitz, Jena, Halle, Ροστόκ, Νυρεμβέργη, Straubing, Regensburg, Ludwigsburg...
Πληροφοριοδότες - η (κρατικά χρηματοδοτούμενη) βάση του συντονισμού
Τον Σεπτέμβριο του 1997, παιδιά που έπαιζαν μπροστά από το κρατικό θέατρο της Ιένας ανακάλυψαν μια βαλίτσα που περιείχε μια απομίμηση βόμβας με 10 γραμμάρια ΤΝΤ και την οποία είχε τοποθετήσει η οργάνωση "Kameradschaft Jena". Ο αστυνομικός που ανέκρινε τους/τις συνεργάτες/ριες του θεάτρου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για "αριστερούς διανοούμενους", για "πολυπολιτισμικούς" θεατές, και για μια θεατρική παράσταση με δυνατή μουσική μέχρι αργά το βράδυ, όπου "μαύροι αφρικανοί άνδρες χορεύουν με λευκές γυναίκες". Ο αστυνομικός πήρε απλά την βαλίτσα μαζί του στο τμήμα χωρίς περαιτέρω συλλογή και αξιολόγηση ιχνών. Αυτό είναι ο ρατσισμός των μπάτσων.
Οι ελάχιστοι αστυνομικοί και ακόμη λιγότεροι μυστικοί πράκτορες που θεώρησαν τους φασίστες ως δράστες των δολοφονιών της NSU, δεν εισακούστηκαν στις υπηρεσίες τους. Αντίθετα εκδιώχθηκαν, αντιμετωπίστηκαν κακόβουλα από τους συναδέλφους τους, θεωρήθηκαν ψυχικά άρρωστοι ή οδηγήθηκαν σε πρόωρη σύνταξη. Κάποιες φορές οι διαταγές έρχονταν από "πολύ ψηλά". Συνήθως όμως τέτοιες εντολές δεν ήταν καθόλου αναγκαίες λόγω της ευρείας - ιδεολογικής και εν μέρει οργανωτικής - αλληλοεπικάλυψης μεταξύ του κρατικού μηχανισμού και της ακροδεξιάς σκηνής. Μόνο δώδεκα μπάτσοι από το κρατίδιο της Βάδης Βυρτεμβέργης είχαν επαφές με το περιβάλλον της NSU. Τουλάχιστον δύο αστυνομικοί της Θουριγγίας συμμετείχαν στην THS όχι για υπηρεσιακούς λόγους. Η Zschaepe είχε νοικιάσει το γκαράζ με τα εκρηκτικά από έναν αστυνομικό...
Αυτός ο γκρίζος τομέας συμπαθούσε λιγότερο ή περισσότερο φανερά, λιγότερο ή περισσότερο έμπρακτα τους ναζί. Σε αυτή τη βάση συνυπάρχουν ατομικές πρωτοβουλίες και κρατικές στρατηγικές. Ο Andreas Temme, πράκτορας της VS στο κρατίδιο της Έσσης, γνωστός ως Μικρός Αδόλφος, ήταν παρών στη δολοφονία του τούρκου μετανάστη Halit Yozgat στο Κάσσελ. Πρόκειται για πρωτοβουλία ενός φασίστα που στρατολογήθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες ή για κρατική υποστήριξη της NSU; Ο Temme ήταν πληροφοριοδότης-καθοδηγητής ενός στελέχους της Blood & Honour.
Τον Φεβρουάριο του 1997, η Ομοσπονδιακή Εγκληματολογική Υπηρεσία (ΒΚΑ) σε ένα εσωτερικό έγγραφό της είχε χαρακτηρίσει τους πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ως "εμπρηστές" της ναζιστικής σκηνής. Η Heike Kleffner, εισηγήτρια του κόμματος Die Linke στην εξεταστική επιτροπή της ομοσπονδιακής βουλής για την NSU, διαπίστωσε το εξής: "Χωρίς τους πληροφοριοδότες - αυτό αποδεικνύεται τουλάχιστον για τα κρατίδια της Θουριγγίας και της Βαυαρίας - δεν θα είχε υπάρξει αυτή η σταθερή εξέλιξη, ο βαθμός της οργάνωσης, ο βαθμός της δομής, αλλά και η αυθόρμητη μορφή των διαδηλώσεων, επιθέσεων και επιδρομών σε εναλλακτικούς νεολαίους και μετανάστες".
Τη δεκαετία του 1990 οι κρατικές υπηρεσίες συνεισέφεραν στη συγκρότηση, ισχυροποίηση και ριζοσπαστικοποίηση της νεολαιίστικης νεοναζιστικής σκηνής, κάνοντάς την μαχητική. Τα πάντα διευθύνονταν σε κεντρικό επίπεδο, όπως γνωρίζουμε από την αποκάλυψη της επιχείρησης Rennsteig.
Επιχείρηση Rennsteig - η κρατική καθοδήγηση των ναζί
Τον Ιούνιο του 2012 έγινε γνωστό ότι η συνεργασία με τους ναζί ελεγχόταν άμεσα από το ομοσπονδιακό υπουργείο Εσωτερικών. Ο αρχικός πυρήνας της NSU, η "Πατριωτική Πολιτοφυλακή της Θουριγγίας" (THS), δεν ήταν απλά η πιο ισχυρά ελεγχόμενη και επομένως χρηματοδοτούμενη από το κράτος ναζιστική οργάνωση της δεκαετίας του '90. Η υπονόμευση αυτή συντονιζόταν σε κεντρικό επίπεδο.
Ο Tino Brandt, τον οποίο η VS είχε στρατολογήσει το 1994 σε ηλικία 19 ετών, είχε στήσει την THS ως διάδοχη οργάνωση της Anti-Antifa Ostthueringen. Η THS ξεκίνησε με 20 άτομα το 1996, στο αποκορύφωμά της από τα 140 μέλη τουλάχιστον τα 40 ήταν πληροφοριοδότες. Ήδη τον Οκτώβριο του 1997, σε μια έρευνα της αστυνομίας στα κεντρικά γραφεία της THS ανακαλύφθηκε το μεγαλύτερο οπλοστάσιο στη Θουριγγία από το 1945. Παρόλα αυτά η THS δεν απαγορεύθηκε. Ανέστειλε επίσημα τη λειτουργία της μόλις το 2001 με την αποκάλυψη του Brandt ως πληροφοριοδότη. Προηγουμένως ο Tino Brandt είχε λάβει ένα μεγάλο μέρος από τα 200.000 γερμανικά μάρκα ως αμοιβή για τη δομή της THS.
Η THS ελεγχόταν από τις μυστικές υπηρεσίες μέσω της επιχείρησης Rennsteig από το 1997. Εδώ συνεργάζονταν η ομοσπονδιακή υπηρεσία προστασίας του συντάγματος (BfV), η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (MAD), καθώς και οι τοπικές υπηρεσίες προστασίας του συντάγματος των κρατιδίων της Θουριγγίας και της Βαυαρίας. Μεταξύ άλλων οι παραπάνω υπηρεσίες είχαν καταρτίσει μια λίστα 35 πιθανών πληροφοριοδοτών. Από αυτούς πλήρωναν 8 ηγετικά στελέχη (άλλες πηγές μιλάνε για 10). Ανεξάρτητα από αυτά τα στελέχη η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών και οι τοπικές υπηρεσίες προστασίας του συντάγματος είχαν τους δικούς τους πληροφοριοδότες στην ακροδεξιά σκηνή. Στη δικογραφία της NSU εμφανίζεται αρκετές φορές μια κατάσταση, όπου τέσσερεις-πέντε ναζί κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και προετοιμάζουν π.χ. μια πορεία μνήμης στον Ρούντολφ Ες. Και όλοι είναι πληροφοριοδότες των μυστικών υπηρεσιών! Επομένως οι ανακριτικές επιτροπές μπορούν να παρακολουθήσουν τα γεγονότα από τόσες διαφορετικές προοπτικές, όσοι είναι και οι πληροφοριοδότες.
Για "επιχειρησιακούς λόγους" τα δεδομένα της επιχείρησης Rennsteig δεν καταγράφονταν με βάση τις τηρούμενες προδιαγραφές, και κάποιοι πληροφοριοδότες δεν ήταν καταγγεγραμμένοι. Παρόλα αυτά στις 12 Νοεμβρίου 2011 ένας εισηγητής της BfV κατέστρεψε φακέλους με στοιχεία για πληροφοριοδότες που δραστηριοποιούνταν στην THS. Μια μέρα αφότου η Γενική Ομοσπονδιακή Εισαγγελία ανέλαβε τις ανακριτικές έρευνες. Προφανώς δεν ήταν αρκετά λεπτομερής στη δουλειά του, διότι λίγες μέρες μετά με εντολή του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (!) καταστράφηκαν κι άλλοι φάκελοι, παραποιήθηκαν δεδομένα υπολογιστών και διαγράφηκαν δεδομένα από κινητά τηλέφωνα πληροφοριοδοτών που είχαν επαφές με την NSU.
Ένα από τα πιο φωτεινά σημεία της ομίχλης μετά το ξεσκέπασμα της NSU ήταν ο ισχυρισμός, ότι ο"ελλιπής συντονισμός των κρατικών υπηρεσιών" εμπόδισε την αποκάλυψη της ΝSU. Ο Roewer (πρόεδρος της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος της Θουριγγίας), και άλλοι τύποι παρουσιάστηκαν σαν θύματα μιας απάτης για να ενισχύσουν αυτήν την εκδοχή. Όμως οι μυστικές υπηρεσίες, τα υπουργεία εσωτερικών των κρατιδίων και του ομοσπονδιακού κράτους, όπως και η ομοσπονδιακή εγκληματολογική υπηρεσία (ΒΚΑ), εργάζονται τόσο συντονισμένα από τις 4 Νοεμβρίου 2011, με σκοπό να εξαφανίσουν τα ίχνη της υπόθεσης, έτσι όπως προηγουμένως είχαν εμποδίσει συντονισμένα το ξεσκέπασμα της "NSU". Προτού γίνει γνωστή στις 9/11/2011 η σύνδεση της NSU με τη ληστεία τράπεζας, στις 8/11/2013 έλαβε χώρα μια σύσκεψη στην καγκελαρία.
Συνοδευτικές υπηρεσίες στην παρανομία
Η πρώτη γραμμή υπεράσπισης από τη μεριά του κράτους που ισχυριζόταν ότι "δεν γνωρίζαμε τίποτα", δεν κράτησε για πολύ. Αρκούν μερικά παραδείγματα:
α) Στις 28 Σεπτεμβρίου 1998, ο Bernd Stottmeyer τινάχθηκε στον αέρα πειραματιζόμενος με εκρηκτικά στη Jena. Ο πρόεδρος της τοπικής υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος, Roewer, σε μια εισήγησή του στις 13 Μαρτίου 2000, θεώρησε τον Stottmeyer μέλος της ομάδας των τριών καταζητούμενων νεοναζί της NSU.
β) Ο διάδοχός του Sippel, σε μια συνεδρίαση της BfV σχετικά με τον "δεξιό εξτρεμισμό" τον Οκτώβριο του 2003, ανέφερε τους "τρεις βομβιστές της Jena" ως πιθανό παράδειγμα δεξιού εξτρεμισμού. Το 2004 οι τρεις καταζητούμενοι νεοναζί αναφέρονταν στην έκθεση της VS.
γ) Ο Nocken, αντιπρόεδρος της VS της Θουριγγίας, ισχυρίστηκε ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής, ότι λόγω της αποκάλυψης του πράκτορα Tino Brandt το Μάϊο του 2001 (!) "χάθηκε η πρόσβαση στο καταζητούμενο τρίο". Πράγματι ο χαφιές Brandt διατηρούσε επαφές με το "κρυμμένο τρίο". Για παράδειγμα, ο Brandt τηλεφωνήθηκε με τον Boenhardt τον Μάρτιο του 1999, επειδή έπρεπε να δώσει στο τρίο ψεύτικα διαβατήρια κατ' εντολή της VS μέσω των ναζί Kapke και Wohlleben (μέλη της THS).
Η δεύτερη γραμμή υπεράσπισης κατέρρευσε το αργότερο το καλοκαίρι του 2012, κάνοντας σαφές ότι η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος (VS) και η τοπική εγκληματολογική υπηρεσία (LKA) είχαν ανακατευτεί ενεργά στην υπόθεση. Τον Σεπτέβριο του 2012 αποκαλύφθηκε ότι και ο Thomas Starke από το Chemnitz ήταν από το 2000 έως το 2011 πράκτορας της LKA του Βερολίνου. Τη δεκαετία του ΄80 ο Starke ήταν ήδη χαφιές της Stasi, και τη δεκαετία του ΄90 ηγετικό στέλεχος της Blood & Honour. Σύμφωνα με δική του ομολογία είχε δεσμό με την Zschaepe μεταξύ 1996 και 1997. Λέγεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 προμήθευε στην NSU εκρηκτικά. Η πόλη του Chemnitz ήταν το σημείο εκκίνησης του τρίο τον Ιανουάριο του 1998. Μεταξύ Αυγούστου 2001 και Δεκεμβρίου 2005 ο Starke έδωσε τουλάχιστον πέντε συμβουλές στο τρίο και στο περιβάλλον του - οι οποίες επισήμως "δεν εξετάστηκαν". Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (BfV) διέγραψε στοιχεία σχετικά με τον Starke και μεταχρονολόγησε τη διαγραφή τους.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2012 έσκασε άλλη μια βόμβα: ο Thomas Richter ενεργούσε επί 18 χρόνια, από το 1994, ως πληροφοριοδότης για την BfV με το όνομα "Corelli". Πληρώθηκε με 180.000 ευρώ και απολύθηκε μόλις το Νοέμβριο του 2012. Ο Richter ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '90 ένας από τους ηγετικούς νεοναζί στο κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ, ηγετικό στέλεχος της Blood & Honour και ένα από τα περίπου 20 μέλη της European White Knights of the Ku Klux Klan (που συνδέεται με τη δολοφονία στο Heilbronn!). Το 2002 είχε απευθύνει "πολλές ευχαριστίες στην NSU" στον πρόλογο του ναζιστικού φανζίν Der Weisse Wolf ("Ο λευκός λύκος"). Μέχρι το 2012 βιντεοσκοπούσε και φωτογράφιζε αριστερούς, ενώ δημοσίευε τις εικόνες στην ιστοσελίδα του "Nationaler Demonstrationsbeobachter" ("εθνικός παρατηρητής διαδηλώσεων"). Το όνομά του βρισκόταν επίσης στη λίστα διευθύνσεων του Mundlos.
Έτσι γίνεται ξεκάθαρο το γιατί αυτή η λίστα διευθύνσεων δεν έπρεπε να "αξιολογηθεί" αλλά αντίθετα να καταστραφεί, μολονότι αυτό κόστισε αρκετά κεφάλια και διεύρυνε το σκάνδαλο της NSU: Η κρατική προστασία [3] προσπαθούσε μέχρι το καλοκαίρι του 2012 να καταστρέψει όλους τους φακέλους για τις δομές πρακτόρων γύρω από την NSU, προκειμένου να "διαβιβαστούν" στις ανακριτικές επιτροπές. Αλλά δεν το πέτυχε πλήρως.
Μετασχηματισμός των δομών Stay behind
Με τις αποκαλύψεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που ξεκίνησαν από την Ιταλία το δεύτερο εξάμηνο του 1990, έγινε γνωστό, ότι το ΝΑΤΟ διατηρούσε ένοπλες, φασιστικές ομάδες ως στρατιωτικές εφεδρείες επέμβασης. Γενικά στο ΝΑΤΟ γίνονταν δεκτά ως μέλη μόνο κράτη που είχαν μια τέτοια δομή Stay behind. Σε περίπτωση στρατιωτικής κατάληψης χωρών της Δυτικής Ευρώπης από τον Κόκκινο Στρατό, αυτές οι δομές θα πολεμούσαν ως αντάρτικο στα μετόπισθεν του εχθρού. Οι δομές αυτές όφειλαν επίσης να εμποδίσουν προληπτικά μια εκλογική νίκη των κομμουνιστών ή άλλες κοινωνικές ανατροπές. Στη Δυτική Γερμανία η αντίστοιχη δομή (Technischer Dienst = "Τεχνική Υπηρεσία") συγκροτήθηκε από εγκληματίες πολέμου όπως o Klaus Barbie (στμ: αξιωματικός της Γκεστάπο και των SS, γνωστός ως "Χασάπης της Λυών") υπό αμερικανική διοίκηση. Η γερμανική δομή εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1952.
"Από την εποχή των νόμων έκτακτης ανάγκης [4] λαμβάνουν χώρα προετοιμασίες για την περίπτωση άμυνας της χώρας σε συνεργασία με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (ΒΝD), και σε γενικά ζητήματα σε συμφωνία με την καγκελαρία". Αυτό λέει μια σύντομη έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας το Δεκέμβριο του 1990, στην οποία παραδεχόταν την ύπαρξη αυτών των δομών. Τη δεκαετία του '70 η παραστρατιωτική ομάδα Wehrsportgruppe Hoffmann έπαιρνε όπλα από τον Heinz Lembke, που συμμετείχε σε τέτοιες δομές. Η μεγάλη αποθήκη όπλων (εκρηκτικά, χειροβομβίδες, μπαζούκα, πυρομαχικά κτλ.) του Lembke σε δασική περιοχή του Lueneburg (Lueneburger Heide) ανακαλύφθηκε τυχαία το 1981 από δασεργάτες. Ο Lembke δήλωσε μέσω των υποκινητών του ότι ήθελε να δώσει κατάθεση. Την επόμενη νύχτα βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του.
Προφανώς αυτές οι δομές άλλαξαν το χαρακτήρα τους κατά τις δεκαετίες '70 και '80. (Στην Ιταλία αυτές οι δομές ονομάζονταν Gladio και ενεπλάκησαν από το 1969 έως το 1980 σε κάτι που θεωρούσαν "εμφύλιο πόλεμο"). Τη δεκαετία του '90 άλλαξαν τον προσανατολισμό τους εκ νέου, τώρα ο κύριος εχθρός ήταν ο ισλαμισμός. (Στις 26 Φεβρουαρίου 1993 πραγματοποιήθηκε η πρώτη τρομοκρατική ενέργεια στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη). Όμως μια σταθερά παραμένει: οι φασιστικές ομάδες ως εφεδρείες επέμβασης.
Και στην περίπτωση της NSU υπάρχουν ενδείξεις για διασυνδέσεις με το διεθνές σύστημα μισθοφόρων. Εδώ βγήκε στη φόρα, ότι η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (MAD) βρισκόταν πολύ κοντά στην NSU τουλάχιστον από το 1995. Στον τόπο δολοφονίας της αστυνομικού Kiesewetter στο Heilbronn βρίσκονταν πολύ κοντά αμερικανοί μυστικοί πράκτορες. Οι υπηρεσίες του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να βάλουν το χέρι τους, όπως θα δούμε στην περίπτωση του επόμενου χαφιέ:
Ο ναζί Carsten Szczepanski από το Βραδεμβούργο, προσπάθησε τη δεκαετία του '90 να συγκροτήσει ένα γερμανικό παρακλάδι της Ku Klux Klan. Εκτός αυτού είχε φτιάξει μια ομάδα πολεμικών τεχνών σύμφωνα με τα πρότυπα της αγγλικής φασιστικής οργάνωσης "Combat 18". Όταν το 1996 ο νέος προέδρος της VS του Βραδεμβούργου, Foerster, κατάλαβε ότι αυτός ο εγκληματίας ήταν επισήμως από το 1994 ο πληροφοριοδότης "του" με το παρατσούκλι "Piato", θέλησε να τον απολύσει και το συζήτησε με τον τοπικό σοσιαλδημοκράτη υπουργό εσωτερικών Alwien Ziel. Και οι δύο όμως έπρεπε να ρωτήσουν "ανώτερα κλιμάκια", τα οποία τους ενημέρωσαν ότι ο Szczepanski θα συνεχίσει να εργάζεται για 1000 γερμανικά μάρκα το μήνα συν επαγγελματικά έξοδα. Μεταξύ άλλων ο Szczepanski προμήθευε την NSU με όπλα, αλλά έδινε και συμβουλές για το πως μπορεί κανείς να βρει το τρίο. Όταν το 2000 ο Szczepanski αποκαλύφθηκε, η VS τον εφοδίασε με καινούρια ταυτότητα και τον έστειλε στο εξωτερικό. Στην ερώτηση που τέθηκε στην ανακριτική επιτροπή για το σκάνδαλο της NSU, σχετικά με το ποιος βρίσκεται "πάνω" από αυτό το πρόσωπο, οι Foerster και Ziel δεν είχαν καμία άδεια κατάθεσης.
Ο πρώην ναζί Nick Wolfgang Greger, που τριγύριζε ως παραστρατιωτικός σε Λιβερία, Ναμίμπια, Νότια Αφρική, Μάλτα, Ουγκάντα και Δανία, θυμάται τον Szczepanski στο βιβλίο του "Im Niemandsland": "Τότε ο Szczepanski συγκρότησε μια ομάδα πολεμικών τεχνών και έψαχνε για κατάλληλα άτομα... Εγώ έφτιαξα μια βόμβα από σωλήνα, ένας άλλος ετοίμασε ένα όπλο ακριβείας με σκοπευτική διόπτρα, σιγαστήρα και 300 σφαίρες. Ο Szczepanski βρήκε τις επαφές και συντόνιζε την κατάσταση... Μας πρότεινε να ξεχάσουμε τα "πολεμικά παιχνίδια" με την ομάδα πολεμικών τεχνών και ανταυτού να ιδρύσουμε ένα γερμανικό παρακλάδι της "Combat 18"... Βέβαια όλοι θέλαμε να κάνουμε πρόβες στο πλαίσιο παραστρατιωτικών ασκήσεων για περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο είμασταν της άποψης ότι δεν είχε φτάσει ακόμα η χρονική στιγμή για να χυμήξουμε στον εχθρό με βόμβες και όπλα. Η υποχωρητικότητά μας δεν βόλευε γενικά τον Szczepanski...
Όταν στις αρχές Ιουνίου αναγκάστηκε να καταλάβει ολοένα και περισσότερο, ότι οι προσπάθειές του να μας ωθήσει σε τρομοκρατικές ενέργειες είχαν αποτύχει, η ομάδα μας σαρώθηκε από ένα κύμα κατ' οίκον ερευνών και συλλήψεων" (Rene Heilig: "V-Mann als Terrorfuhrer", στην εφημ. Neues Deutschland, 30/1/2013).
Μυστικές υπηρεσίες και ναζί στον πόλεμο
Οι κριτικοί που θέλουν την κατάργηση της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος (VS), την χαρακτηρίζουν ως "απομεινάρι του ψυχρού πολέμου". Ξεχνάνε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συμμετέχει γενικά σε πολέμους από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και ότι εδώ οι μυστικές υπηρεσίες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία. Το να είσαι κατά των ναζί και συγχρόνως να υποστηρίζεις τους πολέμους της Γερμανίας, δεν λειτουργεί (όπως κάνει π.χ. η διευθύντρια του κοινωφελούς ιδρύματος Antonio Amadeu, το οποίο υποστηρίζει την κοινωνία των πολιτών και τη δημοκρατική κουλτούρα κατά του ρατσισμού και του ακροδεξιού εξτρεμισμού). Σε αυτούς τους πολέμους οι ναζί έχουν γίνει ακόμη πιο ισχυροί!
Από το 2006 ο γερμανικός ομοσπονδιακός στρατός (Bundeswehr) αποκαλείται "στρατός σε αποστολή", ενώ από τον Ιούλιο του 2011 αποτελεί ουσιαστικά έναν επαγγελματικό στρατό που μπορεί να επέμβει και στο εσωτερικό της χώρας. "Η επιλογή ενός διαρκούς πολέμου σε παγκόσμια κλίμακα τίθεται εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού αυτής της χώρας (με εξαίρεση ακόμη την Αριστερά)" (Markus Mohr). Κυρίως με τις επεμβάσεις του γερμανικού στρατού από το 1995 στη Γιουγκοσλαβία και από τις αρχές του 2002 στο Αφγανιστάν, καθήκον των μυστικών υπηρεσιών είναι να διασφαλίζουν το έδαφος της Γερμανίας από επιθέσεις κάθε είδους, να κρατούν υπό έλεγχο την εσωτερική αντιπολίτευση (κατά του πολέμου), και να ελέγχουν του στρατιώτες της Bundeswehr. Αυτό το καθήκον περιλαμβάνει επίσης την τακτική συλλογής πληροφοριών εναντίον ειρηνιστών ακτιβιστών, τη διείσδυση σε ισλαμιστικές ομάδες και τη συνεργασία με νεοφασίστες μισθοφόρους και στρατιώτες του ομοσπονδιακού στρατού.
Ο August Hanning - εντεταλμένος στην καγκελαρία κατά τη δεκαετία του '90 και έπειτα αρχηγός της ομοσπονδιακής υπηρεσίας πληροφοριών (BND) - δήλωσε ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής, ότι η υπηρεσία μαχόταν κατά των ισλαμιστών από τα μέσα της δεκαετίας του '90, αφήνοντας ήσυχους τους ναζί. Στη Βοσνία οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες επικεντρώθηκαν στην "παρουσία τρομοκρατικών ομάδων της Al Kaida", και όχι σε ακροδεξιούς τρομοκράτες. (Η ομολογία αυτή κρύβει φυσικά το γεγονός, ότι προηγουμένως πολλές δυτικές χώρες είχαν υποστηρίξει και οργανώσει τις ισλαμιστικές εθνοφυλακές, τις οποίες τότε ακόμη δεν αποκαλούσαν"Al Kaida").
Στους εμφύλιους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, γερμανοί και αυστριακοί ναζί πολέμησαν κυρίως στο πλευρό της Κροατίας. Αυτή η βοήθεια οργανώθηκε από το κοινωνικό περιβάλλον του φασιστικού Ελεύθερου Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (FAP) και του Michael Kuehnen (στμ: δυναμικός ηγέτης του νεοναζιστικού κινήματος από τη δεκαετία του '70) εν γνώσει της γερμανικής κυβέρνησης (ο τότε γερμανός υπουργός εξωτερικών Γκένσερ είχε στείλει νωρίς όπλα και στρατιωτικούς εκπαιδευτές στην Κροατία, παραβιάζοντας το επίσημο εμπάργκο της ΕΕ). Οι επαφές έγιναν κυρίως μέσω της εθνοφυλακής του φασιστικού κόμματος της Κροατίας HOS, το οποίο επικαλείται ιστορικά τους Ustascha (στμ: κροάτες συνεργάτες των ναζί κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο).
Στο πλευρό των σέρβων πολεμούσαν από το 1993, εκτός από ρώσους και ρουμάνους, και μερικοί εκατοντάδες έλληνες, μεταξύ άλλων και μέλη της νεοναζιστικής οργάνωσης χρυσή αυγή.
Κατά κανόνα οι ναζί δεν αμοίβονταν, αλλά τους επέτρεπαν να συμμετέχουν σε λεηλασίες. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν για "εθνοτικές εκκαθαρίσεις". Δηλαδή ο τακτικός κροατικός στρατός και οι επαγγελματίες μισθοφόροι κατακτούσαν χωριά, μαρκάρανε σπίτια "σέρβων" και άφηναν τους ναζί να δολοφονούν και να λεηλατούν (ιδίως στην κατάκτηση της Κράινα συμμετείχαν αμερικανικές εταιρείες μισθοφόρων). Κάποιοι ναζί έγιναν πλούσιοι και μετά την επιστροφή τους στη Γερμανία έφτιαξαν εταιρείες (και κάποιοι κατέλαβαν ηγετικές θέσεις στο κόμμα NPD και σε άλλες ακροδεξιές οργανώσεις).
Μέχρι τότε η Γερμανία είχε να προσφέρει ελάχιστη μαχητική εμπειρία στη διαδικασία "ιδιωτικοποίησης του πολέμου" με σκοπό την ανεξέλεγκτη διεξαγωγή του. Εν τω μεταξύ ο ομοσπονδιακός στρατός έχει εξαλείψει αυτό το "κενό" και έχει συγκροτήσει με την υποστήριξη του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Εργασίας μερικούς σκιώδεις ιδιωτικούς στρατούς (ο οργανισμός χρηματοδοτεί την εκπαίδευση και "πιστοποίηση προσωπικού ασφαλείας για αποστολές στο εξωτερικό").
Ο μετασχηματισμός του ρατσισμού
Ο ρατσισμός δεν είναι μια βιολογική σταθερά, αυξάνεται ή μειώνεται μέσα στις κοινωνικές συγκρούσεις, αλλάζει χαρακτήρα και μορφή, και κρέμεται από μια κρατική λογική.
Η λεγόμενη συζήτηση για το άσυλο στους πρόσφυγες ξεκίνησε στην παλαιά Δυτική Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του '80. Λόγω παγώματος της εισροής μεταναστών, κάποιος ξένος μπορούσε να ταξιδέψει νόμιμα στη Γερμανία μόνο κάνοντας αίτηση για παροχή ασύλου. Αυτή η συζήτηση ταίριαζε πολύ καλά στη χρησιμοποιούμενη πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, ξεσηκώνοντας τα πλήθη κατά της "υπεραφθονίας αιτούντων για άσυλο".
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80 οι χριστιανοδημοκράτες (CDU) θα ξεκινήσουν τη "συζήτηση για το άσυλο" επιδιώκοντας την κατάργηση του δικαίωματος παροχής ασύλου στο σύνταγμα - ήδη εκείνο τον καιρό αυτή η προσπάθεια υποστηριζόταν από ναζιστικές επιθέσεις. Η "συζήτηση" αυτή θα κορυφωθεί μετά την αλλαγή (στμ: ένωση των δύο Γερμανιών), τον Αύγουστο του 1992, με το πογκρόμ στο Rostock-Lichtenhagen. Τέσσερεις μήνες μετά, στις 6 Δεκεμβρίου 1992, σοσιαλδημοκράτες (SPD) και χριστιανοδημοκράτες (CDU) θα συμφωνήσουν στον λεγόμενο "συμβιβασμό για το άσυλο", δηλ. στην ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος στο άσυλο. Την ίδια μέρα θα λάβει χώρα στο Μόναχο η πρώτη διαδήλωση “Lichterkette” με 400.000 άτομα ενάντια στην ξενοφοβική βία και τους εμπρησμούς σπιτιών μεταναστών (στμ: οι συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδηλώσεις κρατούσαν κεριά ως μια μορφή διαμαρτυρίας, πρόκειται για πορείες της κοινωνίας των πολιτών χωρίς πολιτικά μηνύματα ή προτάσεις, όπου το φως λειτουργεί ως μήνυμα ειρήνης).
Έτσι αρχίζει μια νέα φάση: το δικαίωμα παροχής ασύλου καταργείται, οι πιο σημαντικές οργανώσεις των ναζί όπως οι Wikingjugend και Blood & Honour απαγορεύονται και η κοινωνία των πολιτών ενισχύεται (μεταξύ άλλων θα δοθούν περισσότερα κρατικά χρήματα για αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες). Ο νέος υπουργός Εσωτερικών της "Μηδενικής Ανοχής" Kanther δεν αγωνιζόταν πλέον κατά των μεταναστών καθεαυτών, αλλά εναντίον της "καταναγκαστικής πορνείας και του εμπορίου ανθρώπων", ή όπως λένε οι ναζί "εναντίον των εγκληματιών ξένων". Ή όπως έλεγε ο επόμενος υπουργός Εσωτερικών Schily "εναντίον των παράλληλων κοινωνιών". Αυτή η φάση κορυφώθηκε δημοσίως με την "εξέγερση των ευπρεπών" του καγκελαρίου Σρέντερ (Οκτώβριος 2000). Μισό χρόνο πριν, στον "πόλεμο του Κοσόβου", η κόκκινη-πράσινη συγκυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και Πρασίνων είχε δικαιολογήσει ως "αντιφασιστική" την πρώτη χρήση γερμανικών βομβαρδιστικών αεροπλάνων από το 1945. Η συζήτηση για τη χρήση του γερμανικού στρατού "εκτός επικράτειας" που διεξαγόταν μεταξύ 1990 και 1994, και προετοίμαζε τον πόλεμο, εξελισσόταν σχεδόν παράλληλα με τη συζήτηση για το άσυλο. Η απόφαση του ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου στις 12/7/1994 κατέστησε εφικτές τέτοιες αποστολές του ομοσπονδιακού στρατού.
Ερευνώντας αρχικά την υπόθεση της NSU κατάλαβαμε, ότι οι μυστικές υπηρεσίες έδεσαν το γάιδαρό τους σε αυτήν τη νέα συγκυρία (κατάργηση του δικαιώματος στο άσυλο, οι διαδηλώσεις Lichterkette δημιούργησαν μια νέα κοινωνική συναίνεση, σημαντικές ναζιστικές οργανώσεις απαγορεύτηκαν) - και ταυτόχρονα δεν παρέμειναν αδρανείς.
Με το ξεκίνημα της παγκόσμιας κρίσης (το 2007) η συζήτηση που προκάλεσε (ο σοσιαλδημοκράτης) Sarrazin ανέβασε τον τόνο του κοινωνικού ρατσισμού και τον έστρεψε ενάντια "στα κορίτσια που φοράνε μαντίλα, στους άνεργους δικαιούχους του επιδόματος HartzIV και στους τεμπέληδες έλληνες". Ο πρώην υπουργός Οικονομικών του SPD στην τοπική βουλή του Βερολίνου καταλόγησε στους μουσουλμάνους μια γενετική κατωτερότητα. Το έθνος ως "κοινότητα απόδοσης" πρέπει να πορευθεί ενάντια σε τέτοια "μη παραγωγικά στοιχεία" και "παράγοντες κόστους". Αυτός ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι το επικοδόμημα των νόμων Hartz για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (που εισήχθησαν μεταξύ 2003 και 2005). Σε μια διάλεξή του ο παρεμβατικός φιλόσοφος Jacques Ranciere εξέφρασε, σύμφωνα με την αριστερή εφημερίδα αk #555 (19/11/2010), την εξής άποψη: "Ο ρατσισμός που ξέρουμε σήμερα, είναι ένας ψυχρά υπολογισμένος ρατσισμός... ένα προϊόν του κράτους... Είναι κυρίως μια κρατική λογική και όχι ένα πάθος του λαού. Φορέας αυτής της κρατικής λογικής δεν είναι κατά κύριο λόγο οποιεσδήποτε οπισθοδρομικές κοινωνικές ομάδες, αλλά μεγάλο μέρος της πνευματικής ελίτ".
Μάλλον κανείς δεν θεωρεί τους αντιγερμανούς αριστερούς πνευματική ελίτ, όπως οι ίδιοι νομίζουν για τον εαυτό τους. Στην πραγματικότητα όμως οι αντιγερμανοί ήταν κομμάτι της κρατικής στρατηγικής, προπαγάνδιζαν τους βομβαρδισμούς ενάντια σε ανθρώπους σε Ασία και Αφρική, και συμμετείχαν πολύ συγκεκριμένα με τον αγώνα τους κατά της πολυπολιτισμικότητας στη Γερμανία (στμ: με το επιχείρημα ότι είναι καταφύγιο ισλαμιστών) στο αγώνα που διεξήγαγαν οι (σοσιαλδημοκράτες) Schily και Sarrazin "ενάντια στις παράλληλες κοινωνίες που αναπτύσσονται μέσα στο κέντρο της γερμανικής κοινωνίας".
Στρατηγική της έντασης
Από το 1998, όταν ο Schily αντικατέστησε τον Kanther ως υπουργό Εσωτερικών, η καταπολέμηση της ανεπιθύμητης μετανάστευσης και η διάλυση των "παράλληλων κοινωνιών στο κέντρο της κοινωνίας μας" έγιναν τα δύο βασικά καθήκοντα της κρατικής προστασίας. Η κυβέρνηση Σρέντερ άσκησε (στα λόγια) μια φιλική προς τη μετανάστευση πολιτική, το 2000 μεταρρύθμισε το δικαίωμα απόκτησης υπηκοότητας, και ο καγκελάριος Σρέντερ κατάφερε να πλασαριστεί ως "ο καλύτερος αντιφασίστας". Την ίδια περίοδο ο Schily πέρασε δραστικά μέτρα κατά των μεταναστών, όπως και μεγάλα "πακέτα ασφάλειας". Η 11η Σεπτέμβρη 2001 "επιβεβαίωσε" αυτήν τη μετωπική στάση, καθώς η επιτήρηση της κοινωνίας από αστυνομία, στρατό και μυστικές υπηρεσίες οξύνθηκε έντονα.
Σε αυτήν την ιστορική συγκυρία η σειρά των δολοφονιών που διέπραξε η NSU συνέδεσε πέντε στοιχεία:
α) Οι δολοφονίες από μόνες τους τρομοκράτησαν τους συγγενείς των θυμάτων και τις μεταναστευτικές κοινότητες.
β) Οι επιθετικές προανακριτικές έρευνες της αστυνομίας εκφόβισαν και ταπείνωσαν τους συγγενείς των θυμάτων.
γ) Η μηντιακή παρόξυνση ("δολοφονίες ντονεράδων", "μαφία λουλουδιών", "κουρδική μαφία" κτλ.) έθεσε σε εφαρμογή λεπτομερώς τα σχέδια του πρώην υπουργού Schily.
δ) Η επιτροπή έρευνας της αστυνομίας με την ονομασία Bosporus χρησιμοποίησε τις δολοφονίες για τον μεγαλύτερο έλεγχο και την ηλεκτρονική παρακολούθηση των μεταναστευτικών κοινοτήτων που εφαρμόστηκε ποτέ στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στην εξεταστική επιτροπή εργάζονταν 160 άτομα, τέσσερα εκ των οποίων ερευνούσαν προς την κατεύθυνση των φασιστών. Οι υπόλοιποι ταλαιπωρούσαν τους συγγενείς των θυμάτων, έστησαν ψεύτικα ντονεράδικα για να παρακολουθήσουν το κοινωνικό περιβάλλον τους, μεταμφιέζονταν σαν ιδιωτικοί ντεντέκτιβ και δημοσιογράφοι προκειμένου να τους αφουγκραστούν και να ξεσηκώσουν τον έναν εναντίον του άλλου κτλ. Εκτός αυτού ταξινομήθηκαν πάνω από 20 εκατ. ασύρματες υποκλοπές για 13.842 πρόσωπα, οι οποίες διευθετήθηκαν με πληρωμές χρημάτων, κρατήσεις για δωμάτια ξενοδοχείων, ενοικιάσεις τροχόσπιτων κτλ. Σύμφωνα με πληροφορίες του υπουργείου Εσωτερικών τα δεδομένα αυτά ήταν ακόμη αποθηκευμένα τον Οκτώβριο του 2012.
ε) Αστυνομία και μήντια ολοκλήρωσαν το έργο της NSU. Η "στρατηγική της έντασης" είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, όταν καταφέρνει να δημιουργήσει τον εχθρό που καταπολεμά. (Στην ακραία περίπτωση η στρατηγική της έντασης αφορά τους ισλαμιστές, που υποτίθεται πως αντιδρούν με τρομοκρατικές ενέργειες. Η λεγόμενη ισλαμιστική ομάδα του "Sauerland" ήταν υπό κρατική παρακολούθηση και φτιάχτηκε με τη βοήθεια μυστικών υπηρεσιών) [5].
Ο τρόμος μαζί με το συνοδευτικό πρόγραμμα των πολιτικών, της αστυνομίας και των μήντια, οδήγησε στην απομόνωση των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Πολλοί μετανάστες ανέφεραν ότι με το ξεσκέπασμα της NSU ένιωσαν για πρώτη φορά σαν "τούρκοι". Ήδη τη δεκαετία του '90, μετά τη δολοφονική επίθεση στο Solingen (εμπρησμός σπιτιού τούρκων μεταναστών), οι τούρκικες σημαίες κυριαρχούσαν στις διαδηλώσεις. Ήταν μια εξέλιξη, που πέρα από πολλές άλλες συνέπειες, οδήγησε επίσης στο γεγονός, ότι οι συγγενείς των θυμάτων με τις πορείες τους διαμαρτυρίας κατά των δολοφονιών το 2006 αφέθηκαν σε μεγάλο βαθμό μόνοι τους από τη γερμανική Αριστερά. Τη δεκαετία του '80 κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο.
Συνέχεια: Επιχειρησιακοί πυρήνες και έλεγχος από τα πάνω
Το "βαθύ κράτος" δεν επιβίωσε μόνο το 1933 και το 1945 μέσα στα όργανα καταστολής. Οι ναζί κατάφεραν μετά την ανάληψη της εξουσίας (1933) να αποκλείσουν γρήγορα την (κομμουνιστική) αντιπολίτευση, επειδή η πολιτική αστυνομία πολύ επιμελώς είχε ανοίξει από τα πριν φακέλους, τους οποί
Ένα από τα πιο φωτεινά σημεία της ομίχλης μετά το ξεσκέπασμα της NSU ήταν ο ισχυρισμός, ότι ο"ελλιπής συντονισμός των κρατικών υπηρεσιών" εμπόδισε την αποκάλυψη της ΝSU. Ο Roewer (πρόεδρος της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος της Θουριγγίας), και άλλοι τύποι παρουσιάστηκαν σαν θύματα μιας απάτης για να ενισχύσουν αυτήν την εκδοχή. Όμως οι μυστικές υπηρεσίες, τα υπουργεία εσωτερικών των κρατιδίων και του ομοσπονδιακού κράτους, όπως και η ομοσπονδιακή εγκληματολογική υπηρεσία (ΒΚΑ), εργάζονται τόσο συντονισμένα από τις 4 Νοεμβρίου 2011, με σκοπό να εξαφανίσουν τα ίχνη της υπόθεσης, έτσι όπως προηγουμένως είχαν εμποδίσει συντονισμένα το ξεσκέπασμα της "NSU". Προτού γίνει γνωστή στις 9/11/2011 η σύνδεση της NSU με τη ληστεία τράπεζας, στις 8/11/2013 έλαβε χώρα μια σύσκεψη στην καγκελαρία.
Συνοδευτικές υπηρεσίες στην παρανομία
Η πρώτη γραμμή υπεράσπισης από τη μεριά του κράτους που ισχυριζόταν ότι "δεν γνωρίζαμε τίποτα", δεν κράτησε για πολύ. Αρκούν μερικά παραδείγματα:
α) Στις 28 Σεπτεμβρίου 1998, ο Bernd Stottmeyer τινάχθηκε στον αέρα πειραματιζόμενος με εκρηκτικά στη Jena. Ο πρόεδρος της τοπικής υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος, Roewer, σε μια εισήγησή του στις 13 Μαρτίου 2000, θεώρησε τον Stottmeyer μέλος της ομάδας των τριών καταζητούμενων νεοναζί της NSU.
β) Ο διάδοχός του Sippel, σε μια συνεδρίαση της BfV σχετικά με τον "δεξιό εξτρεμισμό" τον Οκτώβριο του 2003, ανέφερε τους "τρεις βομβιστές της Jena" ως πιθανό παράδειγμα δεξιού εξτρεμισμού. Το 2004 οι τρεις καταζητούμενοι νεοναζί αναφέρονταν στην έκθεση της VS.
γ) Ο Nocken, αντιπρόεδρος της VS της Θουριγγίας, ισχυρίστηκε ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής, ότι λόγω της αποκάλυψης του πράκτορα Tino Brandt το Μάϊο του 2001 (!) "χάθηκε η πρόσβαση στο καταζητούμενο τρίο". Πράγματι ο χαφιές Brandt διατηρούσε επαφές με το "κρυμμένο τρίο". Για παράδειγμα, ο Brandt τηλεφωνήθηκε με τον Boenhardt τον Μάρτιο του 1999, επειδή έπρεπε να δώσει στο τρίο ψεύτικα διαβατήρια κατ' εντολή της VS μέσω των ναζί Kapke και Wohlleben (μέλη της THS).
Η δεύτερη γραμμή υπεράσπισης κατέρρευσε το αργότερο το καλοκαίρι του 2012, κάνοντας σαφές ότι η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος (VS) και η τοπική εγκληματολογική υπηρεσία (LKA) είχαν ανακατευτεί ενεργά στην υπόθεση. Τον Σεπτέβριο του 2012 αποκαλύφθηκε ότι και ο Thomas Starke από το Chemnitz ήταν από το 2000 έως το 2011 πράκτορας της LKA του Βερολίνου. Τη δεκαετία του ΄80 ο Starke ήταν ήδη χαφιές της Stasi, και τη δεκαετία του ΄90 ηγετικό στέλεχος της Blood & Honour. Σύμφωνα με δική του ομολογία είχε δεσμό με την Zschaepe μεταξύ 1996 και 1997. Λέγεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 προμήθευε στην NSU εκρηκτικά. Η πόλη του Chemnitz ήταν το σημείο εκκίνησης του τρίο τον Ιανουάριο του 1998. Μεταξύ Αυγούστου 2001 και Δεκεμβρίου 2005 ο Starke έδωσε τουλάχιστον πέντε συμβουλές στο τρίο και στο περιβάλλον του - οι οποίες επισήμως "δεν εξετάστηκαν". Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (BfV) διέγραψε στοιχεία σχετικά με τον Starke και μεταχρονολόγησε τη διαγραφή τους.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2012 έσκασε άλλη μια βόμβα: ο Thomas Richter ενεργούσε επί 18 χρόνια, από το 1994, ως πληροφοριοδότης για την BfV με το όνομα "Corelli". Πληρώθηκε με 180.000 ευρώ και απολύθηκε μόλις το Νοέμβριο του 2012. Ο Richter ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '90 ένας από τους ηγετικούς νεοναζί στο κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ, ηγετικό στέλεχος της Blood & Honour και ένα από τα περίπου 20 μέλη της European White Knights of the Ku Klux Klan (που συνδέεται με τη δολοφονία στο Heilbronn!). Το 2002 είχε απευθύνει "πολλές ευχαριστίες στην NSU" στον πρόλογο του ναζιστικού φανζίν Der Weisse Wolf ("Ο λευκός λύκος"). Μέχρι το 2012 βιντεοσκοπούσε και φωτογράφιζε αριστερούς, ενώ δημοσίευε τις εικόνες στην ιστοσελίδα του "Nationaler Demonstrationsbeobachter" ("εθνικός παρατηρητής διαδηλώσεων"). Το όνομά του βρισκόταν επίσης στη λίστα διευθύνσεων του Mundlos.
Έτσι γίνεται ξεκάθαρο το γιατί αυτή η λίστα διευθύνσεων δεν έπρεπε να "αξιολογηθεί" αλλά αντίθετα να καταστραφεί, μολονότι αυτό κόστισε αρκετά κεφάλια και διεύρυνε το σκάνδαλο της NSU: Η κρατική προστασία [3] προσπαθούσε μέχρι το καλοκαίρι του 2012 να καταστρέψει όλους τους φακέλους για τις δομές πρακτόρων γύρω από την NSU, προκειμένου να "διαβιβαστούν" στις ανακριτικές επιτροπές. Αλλά δεν το πέτυχε πλήρως.
Μετασχηματισμός των δομών Stay behind
Με τις αποκαλύψεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που ξεκίνησαν από την Ιταλία το δεύτερο εξάμηνο του 1990, έγινε γνωστό, ότι το ΝΑΤΟ διατηρούσε ένοπλες, φασιστικές ομάδες ως στρατιωτικές εφεδρείες επέμβασης. Γενικά στο ΝΑΤΟ γίνονταν δεκτά ως μέλη μόνο κράτη που είχαν μια τέτοια δομή Stay behind. Σε περίπτωση στρατιωτικής κατάληψης χωρών της Δυτικής Ευρώπης από τον Κόκκινο Στρατό, αυτές οι δομές θα πολεμούσαν ως αντάρτικο στα μετόπισθεν του εχθρού. Οι δομές αυτές όφειλαν επίσης να εμποδίσουν προληπτικά μια εκλογική νίκη των κομμουνιστών ή άλλες κοινωνικές ανατροπές. Στη Δυτική Γερμανία η αντίστοιχη δομή (Technischer Dienst = "Τεχνική Υπηρεσία") συγκροτήθηκε από εγκληματίες πολέμου όπως o Klaus Barbie (στμ: αξιωματικός της Γκεστάπο και των SS, γνωστός ως "Χασάπης της Λυών") υπό αμερικανική διοίκηση. Η γερμανική δομή εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1952.
"Από την εποχή των νόμων έκτακτης ανάγκης [4] λαμβάνουν χώρα προετοιμασίες για την περίπτωση άμυνας της χώρας σε συνεργασία με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (ΒΝD), και σε γενικά ζητήματα σε συμφωνία με την καγκελαρία". Αυτό λέει μια σύντομη έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας το Δεκέμβριο του 1990, στην οποία παραδεχόταν την ύπαρξη αυτών των δομών. Τη δεκαετία του '70 η παραστρατιωτική ομάδα Wehrsportgruppe Hoffmann έπαιρνε όπλα από τον Heinz Lembke, που συμμετείχε σε τέτοιες δομές. Η μεγάλη αποθήκη όπλων (εκρηκτικά, χειροβομβίδες, μπαζούκα, πυρομαχικά κτλ.) του Lembke σε δασική περιοχή του Lueneburg (Lueneburger Heide) ανακαλύφθηκε τυχαία το 1981 από δασεργάτες. Ο Lembke δήλωσε μέσω των υποκινητών του ότι ήθελε να δώσει κατάθεση. Την επόμενη νύχτα βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του.
Προφανώς αυτές οι δομές άλλαξαν το χαρακτήρα τους κατά τις δεκαετίες '70 και '80. (Στην Ιταλία αυτές οι δομές ονομάζονταν Gladio και ενεπλάκησαν από το 1969 έως το 1980 σε κάτι που θεωρούσαν "εμφύλιο πόλεμο"). Τη δεκαετία του '90 άλλαξαν τον προσανατολισμό τους εκ νέου, τώρα ο κύριος εχθρός ήταν ο ισλαμισμός. (Στις 26 Φεβρουαρίου 1993 πραγματοποιήθηκε η πρώτη τρομοκρατική ενέργεια στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη). Όμως μια σταθερά παραμένει: οι φασιστικές ομάδες ως εφεδρείες επέμβασης.
Και στην περίπτωση της NSU υπάρχουν ενδείξεις για διασυνδέσεις με το διεθνές σύστημα μισθοφόρων. Εδώ βγήκε στη φόρα, ότι η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (MAD) βρισκόταν πολύ κοντά στην NSU τουλάχιστον από το 1995. Στον τόπο δολοφονίας της αστυνομικού Kiesewetter στο Heilbronn βρίσκονταν πολύ κοντά αμερικανοί μυστικοί πράκτορες. Οι υπηρεσίες του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να βάλουν το χέρι τους, όπως θα δούμε στην περίπτωση του επόμενου χαφιέ:
Ο ναζί Carsten Szczepanski από το Βραδεμβούργο, προσπάθησε τη δεκαετία του '90 να συγκροτήσει ένα γερμανικό παρακλάδι της Ku Klux Klan. Εκτός αυτού είχε φτιάξει μια ομάδα πολεμικών τεχνών σύμφωνα με τα πρότυπα της αγγλικής φασιστικής οργάνωσης "Combat 18". Όταν το 1996 ο νέος προέδρος της VS του Βραδεμβούργου, Foerster, κατάλαβε ότι αυτός ο εγκληματίας ήταν επισήμως από το 1994 ο πληροφοριοδότης "του" με το παρατσούκλι "Piato", θέλησε να τον απολύσει και το συζήτησε με τον τοπικό σοσιαλδημοκράτη υπουργό εσωτερικών Alwien Ziel. Και οι δύο όμως έπρεπε να ρωτήσουν "ανώτερα κλιμάκια", τα οποία τους ενημέρωσαν ότι ο Szczepanski θα συνεχίσει να εργάζεται για 1000 γερμανικά μάρκα το μήνα συν επαγγελματικά έξοδα. Μεταξύ άλλων ο Szczepanski προμήθευε την NSU με όπλα, αλλά έδινε και συμβουλές για το πως μπορεί κανείς να βρει το τρίο. Όταν το 2000 ο Szczepanski αποκαλύφθηκε, η VS τον εφοδίασε με καινούρια ταυτότητα και τον έστειλε στο εξωτερικό. Στην ερώτηση που τέθηκε στην ανακριτική επιτροπή για το σκάνδαλο της NSU, σχετικά με το ποιος βρίσκεται "πάνω" από αυτό το πρόσωπο, οι Foerster και Ziel δεν είχαν καμία άδεια κατάθεσης.
Ο πρώην ναζί Nick Wolfgang Greger, που τριγύριζε ως παραστρατιωτικός σε Λιβερία, Ναμίμπια, Νότια Αφρική, Μάλτα, Ουγκάντα και Δανία, θυμάται τον Szczepanski στο βιβλίο του "Im Niemandsland": "Τότε ο Szczepanski συγκρότησε μια ομάδα πολεμικών τεχνών και έψαχνε για κατάλληλα άτομα... Εγώ έφτιαξα μια βόμβα από σωλήνα, ένας άλλος ετοίμασε ένα όπλο ακριβείας με σκοπευτική διόπτρα, σιγαστήρα και 300 σφαίρες. Ο Szczepanski βρήκε τις επαφές και συντόνιζε την κατάσταση... Μας πρότεινε να ξεχάσουμε τα "πολεμικά παιχνίδια" με την ομάδα πολεμικών τεχνών και ανταυτού να ιδρύσουμε ένα γερμανικό παρακλάδι της "Combat 18"... Βέβαια όλοι θέλαμε να κάνουμε πρόβες στο πλαίσιο παραστρατιωτικών ασκήσεων για περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο είμασταν της άποψης ότι δεν είχε φτάσει ακόμα η χρονική στιγμή για να χυμήξουμε στον εχθρό με βόμβες και όπλα. Η υποχωρητικότητά μας δεν βόλευε γενικά τον Szczepanski...
Όταν στις αρχές Ιουνίου αναγκάστηκε να καταλάβει ολοένα και περισσότερο, ότι οι προσπάθειές του να μας ωθήσει σε τρομοκρατικές ενέργειες είχαν αποτύχει, η ομάδα μας σαρώθηκε από ένα κύμα κατ' οίκον ερευνών και συλλήψεων" (Rene Heilig: "V-Mann als Terrorfuhrer", στην εφημ. Neues Deutschland, 30/1/2013).
Μυστικές υπηρεσίες και ναζί στον πόλεμο
Οι κριτικοί που θέλουν την κατάργηση της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος (VS), την χαρακτηρίζουν ως "απομεινάρι του ψυχρού πολέμου". Ξεχνάνε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συμμετέχει γενικά σε πολέμους από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και ότι εδώ οι μυστικές υπηρεσίες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία. Το να είσαι κατά των ναζί και συγχρόνως να υποστηρίζεις τους πολέμους της Γερμανίας, δεν λειτουργεί (όπως κάνει π.χ. η διευθύντρια του κοινωφελούς ιδρύματος Antonio Amadeu, το οποίο υποστηρίζει την κοινωνία των πολιτών και τη δημοκρατική κουλτούρα κατά του ρατσισμού και του ακροδεξιού εξτρεμισμού). Σε αυτούς τους πολέμους οι ναζί έχουν γίνει ακόμη πιο ισχυροί!
Από το 2006 ο γερμανικός ομοσπονδιακός στρατός (Bundeswehr) αποκαλείται "στρατός σε αποστολή", ενώ από τον Ιούλιο του 2011 αποτελεί ουσιαστικά έναν επαγγελματικό στρατό που μπορεί να επέμβει και στο εσωτερικό της χώρας. "Η επιλογή ενός διαρκούς πολέμου σε παγκόσμια κλίμακα τίθεται εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού αυτής της χώρας (με εξαίρεση ακόμη την Αριστερά)" (Markus Mohr). Κυρίως με τις επεμβάσεις του γερμανικού στρατού από το 1995 στη Γιουγκοσλαβία και από τις αρχές του 2002 στο Αφγανιστάν, καθήκον των μυστικών υπηρεσιών είναι να διασφαλίζουν το έδαφος της Γερμανίας από επιθέσεις κάθε είδους, να κρατούν υπό έλεγχο την εσωτερική αντιπολίτευση (κατά του πολέμου), και να ελέγχουν του στρατιώτες της Bundeswehr. Αυτό το καθήκον περιλαμβάνει επίσης την τακτική συλλογής πληροφοριών εναντίον ειρηνιστών ακτιβιστών, τη διείσδυση σε ισλαμιστικές ομάδες και τη συνεργασία με νεοφασίστες μισθοφόρους και στρατιώτες του ομοσπονδιακού στρατού.
Ο August Hanning - εντεταλμένος στην καγκελαρία κατά τη δεκαετία του '90 και έπειτα αρχηγός της ομοσπονδιακής υπηρεσίας πληροφοριών (BND) - δήλωσε ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής, ότι η υπηρεσία μαχόταν κατά των ισλαμιστών από τα μέσα της δεκαετίας του '90, αφήνοντας ήσυχους τους ναζί. Στη Βοσνία οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες επικεντρώθηκαν στην "παρουσία τρομοκρατικών ομάδων της Al Kaida", και όχι σε ακροδεξιούς τρομοκράτες. (Η ομολογία αυτή κρύβει φυσικά το γεγονός, ότι προηγουμένως πολλές δυτικές χώρες είχαν υποστηρίξει και οργανώσει τις ισλαμιστικές εθνοφυλακές, τις οποίες τότε ακόμη δεν αποκαλούσαν"Al Kaida").
Στους εμφύλιους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, γερμανοί και αυστριακοί ναζί πολέμησαν κυρίως στο πλευρό της Κροατίας. Αυτή η βοήθεια οργανώθηκε από το κοινωνικό περιβάλλον του φασιστικού Ελεύθερου Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (FAP) και του Michael Kuehnen (στμ: δυναμικός ηγέτης του νεοναζιστικού κινήματος από τη δεκαετία του '70) εν γνώσει της γερμανικής κυβέρνησης (ο τότε γερμανός υπουργός εξωτερικών Γκένσερ είχε στείλει νωρίς όπλα και στρατιωτικούς εκπαιδευτές στην Κροατία, παραβιάζοντας το επίσημο εμπάργκο της ΕΕ). Οι επαφές έγιναν κυρίως μέσω της εθνοφυλακής του φασιστικού κόμματος της Κροατίας HOS, το οποίο επικαλείται ιστορικά τους Ustascha (στμ: κροάτες συνεργάτες των ναζί κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο).
Στο πλευρό των σέρβων πολεμούσαν από το 1993, εκτός από ρώσους και ρουμάνους, και μερικοί εκατοντάδες έλληνες, μεταξύ άλλων και μέλη της νεοναζιστικής οργάνωσης χρυσή αυγή.
Κατά κανόνα οι ναζί δεν αμοίβονταν, αλλά τους επέτρεπαν να συμμετέχουν σε λεηλασίες. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν για "εθνοτικές εκκαθαρίσεις". Δηλαδή ο τακτικός κροατικός στρατός και οι επαγγελματίες μισθοφόροι κατακτούσαν χωριά, μαρκάρανε σπίτια "σέρβων" και άφηναν τους ναζί να δολοφονούν και να λεηλατούν (ιδίως στην κατάκτηση της Κράινα συμμετείχαν αμερικανικές εταιρείες μισθοφόρων). Κάποιοι ναζί έγιναν πλούσιοι και μετά την επιστροφή τους στη Γερμανία έφτιαξαν εταιρείες (και κάποιοι κατέλαβαν ηγετικές θέσεις στο κόμμα NPD και σε άλλες ακροδεξιές οργανώσεις).
Μέχρι τότε η Γερμανία είχε να προσφέρει ελάχιστη μαχητική εμπειρία στη διαδικασία "ιδιωτικοποίησης του πολέμου" με σκοπό την ανεξέλεγκτη διεξαγωγή του. Εν τω μεταξύ ο ομοσπονδιακός στρατός έχει εξαλείψει αυτό το "κενό" και έχει συγκροτήσει με την υποστήριξη του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Εργασίας μερικούς σκιώδεις ιδιωτικούς στρατούς (ο οργανισμός χρηματοδοτεί την εκπαίδευση και "πιστοποίηση προσωπικού ασφαλείας για αποστολές στο εξωτερικό").
Ο μετασχηματισμός του ρατσισμού
Ο ρατσισμός δεν είναι μια βιολογική σταθερά, αυξάνεται ή μειώνεται μέσα στις κοινωνικές συγκρούσεις, αλλάζει χαρακτήρα και μορφή, και κρέμεται από μια κρατική λογική.
Η λεγόμενη συζήτηση για το άσυλο στους πρόσφυγες ξεκίνησε στην παλαιά Δυτική Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του '80. Λόγω παγώματος της εισροής μεταναστών, κάποιος ξένος μπορούσε να ταξιδέψει νόμιμα στη Γερμανία μόνο κάνοντας αίτηση για παροχή ασύλου. Αυτή η συζήτηση ταίριαζε πολύ καλά στη χρησιμοποιούμενη πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, ξεσηκώνοντας τα πλήθη κατά της "υπεραφθονίας αιτούντων για άσυλο".
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80 οι χριστιανοδημοκράτες (CDU) θα ξεκινήσουν τη "συζήτηση για το άσυλο" επιδιώκοντας την κατάργηση του δικαίωματος παροχής ασύλου στο σύνταγμα - ήδη εκείνο τον καιρό αυτή η προσπάθεια υποστηριζόταν από ναζιστικές επιθέσεις. Η "συζήτηση" αυτή θα κορυφωθεί μετά την αλλαγή (στμ: ένωση των δύο Γερμανιών), τον Αύγουστο του 1992, με το πογκρόμ στο Rostock-Lichtenhagen. Τέσσερεις μήνες μετά, στις 6 Δεκεμβρίου 1992, σοσιαλδημοκράτες (SPD) και χριστιανοδημοκράτες (CDU) θα συμφωνήσουν στον λεγόμενο "συμβιβασμό για το άσυλο", δηλ. στην ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος στο άσυλο. Την ίδια μέρα θα λάβει χώρα στο Μόναχο η πρώτη διαδήλωση “Lichterkette” με 400.000 άτομα ενάντια στην ξενοφοβική βία και τους εμπρησμούς σπιτιών μεταναστών (στμ: οι συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδηλώσεις κρατούσαν κεριά ως μια μορφή διαμαρτυρίας, πρόκειται για πορείες της κοινωνίας των πολιτών χωρίς πολιτικά μηνύματα ή προτάσεις, όπου το φως λειτουργεί ως μήνυμα ειρήνης).
Έτσι αρχίζει μια νέα φάση: το δικαίωμα παροχής ασύλου καταργείται, οι πιο σημαντικές οργανώσεις των ναζί όπως οι Wikingjugend και Blood & Honour απαγορεύονται και η κοινωνία των πολιτών ενισχύεται (μεταξύ άλλων θα δοθούν περισσότερα κρατικά χρήματα για αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες). Ο νέος υπουργός Εσωτερικών της "Μηδενικής Ανοχής" Kanther δεν αγωνιζόταν πλέον κατά των μεταναστών καθεαυτών, αλλά εναντίον της "καταναγκαστικής πορνείας και του εμπορίου ανθρώπων", ή όπως λένε οι ναζί "εναντίον των εγκληματιών ξένων". Ή όπως έλεγε ο επόμενος υπουργός Εσωτερικών Schily "εναντίον των παράλληλων κοινωνιών". Αυτή η φάση κορυφώθηκε δημοσίως με την "εξέγερση των ευπρεπών" του καγκελαρίου Σρέντερ (Οκτώβριος 2000). Μισό χρόνο πριν, στον "πόλεμο του Κοσόβου", η κόκκινη-πράσινη συγκυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και Πρασίνων είχε δικαιολογήσει ως "αντιφασιστική" την πρώτη χρήση γερμανικών βομβαρδιστικών αεροπλάνων από το 1945. Η συζήτηση για τη χρήση του γερμανικού στρατού "εκτός επικράτειας" που διεξαγόταν μεταξύ 1990 και 1994, και προετοίμαζε τον πόλεμο, εξελισσόταν σχεδόν παράλληλα με τη συζήτηση για το άσυλο. Η απόφαση του ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου στις 12/7/1994 κατέστησε εφικτές τέτοιες αποστολές του ομοσπονδιακού στρατού.
Ερευνώντας αρχικά την υπόθεση της NSU κατάλαβαμε, ότι οι μυστικές υπηρεσίες έδεσαν το γάιδαρό τους σε αυτήν τη νέα συγκυρία (κατάργηση του δικαιώματος στο άσυλο, οι διαδηλώσεις Lichterkette δημιούργησαν μια νέα κοινωνική συναίνεση, σημαντικές ναζιστικές οργανώσεις απαγορεύτηκαν) - και ταυτόχρονα δεν παρέμειναν αδρανείς.
Με το ξεκίνημα της παγκόσμιας κρίσης (το 2007) η συζήτηση που προκάλεσε (ο σοσιαλδημοκράτης) Sarrazin ανέβασε τον τόνο του κοινωνικού ρατσισμού και τον έστρεψε ενάντια "στα κορίτσια που φοράνε μαντίλα, στους άνεργους δικαιούχους του επιδόματος HartzIV και στους τεμπέληδες έλληνες". Ο πρώην υπουργός Οικονομικών του SPD στην τοπική βουλή του Βερολίνου καταλόγησε στους μουσουλμάνους μια γενετική κατωτερότητα. Το έθνος ως "κοινότητα απόδοσης" πρέπει να πορευθεί ενάντια σε τέτοια "μη παραγωγικά στοιχεία" και "παράγοντες κόστους". Αυτός ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι το επικοδόμημα των νόμων Hartz για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (που εισήχθησαν μεταξύ 2003 και 2005). Σε μια διάλεξή του ο παρεμβατικός φιλόσοφος Jacques Ranciere εξέφρασε, σύμφωνα με την αριστερή εφημερίδα αk #555 (19/11/2010), την εξής άποψη: "Ο ρατσισμός που ξέρουμε σήμερα, είναι ένας ψυχρά υπολογισμένος ρατσισμός... ένα προϊόν του κράτους... Είναι κυρίως μια κρατική λογική και όχι ένα πάθος του λαού. Φορέας αυτής της κρατικής λογικής δεν είναι κατά κύριο λόγο οποιεσδήποτε οπισθοδρομικές κοινωνικές ομάδες, αλλά μεγάλο μέρος της πνευματικής ελίτ".
Μάλλον κανείς δεν θεωρεί τους αντιγερμανούς αριστερούς πνευματική ελίτ, όπως οι ίδιοι νομίζουν για τον εαυτό τους. Στην πραγματικότητα όμως οι αντιγερμανοί ήταν κομμάτι της κρατικής στρατηγικής, προπαγάνδιζαν τους βομβαρδισμούς ενάντια σε ανθρώπους σε Ασία και Αφρική, και συμμετείχαν πολύ συγκεκριμένα με τον αγώνα τους κατά της πολυπολιτισμικότητας στη Γερμανία (στμ: με το επιχείρημα ότι είναι καταφύγιο ισλαμιστών) στο αγώνα που διεξήγαγαν οι (σοσιαλδημοκράτες) Schily και Sarrazin "ενάντια στις παράλληλες κοινωνίες που αναπτύσσονται μέσα στο κέντρο της γερμανικής κοινωνίας".
Στρατηγική της έντασης
Από το 1998, όταν ο Schily αντικατέστησε τον Kanther ως υπουργό Εσωτερικών, η καταπολέμηση της ανεπιθύμητης μετανάστευσης και η διάλυση των "παράλληλων κοινωνιών στο κέντρο της κοινωνίας μας" έγιναν τα δύο βασικά καθήκοντα της κρατικής προστασίας. Η κυβέρνηση Σρέντερ άσκησε (στα λόγια) μια φιλική προς τη μετανάστευση πολιτική, το 2000 μεταρρύθμισε το δικαίωμα απόκτησης υπηκοότητας, και ο καγκελάριος Σρέντερ κατάφερε να πλασαριστεί ως "ο καλύτερος αντιφασίστας". Την ίδια περίοδο ο Schily πέρασε δραστικά μέτρα κατά των μεταναστών, όπως και μεγάλα "πακέτα ασφάλειας". Η 11η Σεπτέμβρη 2001 "επιβεβαίωσε" αυτήν τη μετωπική στάση, καθώς η επιτήρηση της κοινωνίας από αστυνομία, στρατό και μυστικές υπηρεσίες οξύνθηκε έντονα.
Σε αυτήν την ιστορική συγκυρία η σειρά των δολοφονιών που διέπραξε η NSU συνέδεσε πέντε στοιχεία:
α) Οι δολοφονίες από μόνες τους τρομοκράτησαν τους συγγενείς των θυμάτων και τις μεταναστευτικές κοινότητες.
β) Οι επιθετικές προανακριτικές έρευνες της αστυνομίας εκφόβισαν και ταπείνωσαν τους συγγενείς των θυμάτων.
γ) Η μηντιακή παρόξυνση ("δολοφονίες ντονεράδων", "μαφία λουλουδιών", "κουρδική μαφία" κτλ.) έθεσε σε εφαρμογή λεπτομερώς τα σχέδια του πρώην υπουργού Schily.
δ) Η επιτροπή έρευνας της αστυνομίας με την ονομασία Bosporus χρησιμοποίησε τις δολοφονίες για τον μεγαλύτερο έλεγχο και την ηλεκτρονική παρακολούθηση των μεταναστευτικών κοινοτήτων που εφαρμόστηκε ποτέ στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στην εξεταστική επιτροπή εργάζονταν 160 άτομα, τέσσερα εκ των οποίων ερευνούσαν προς την κατεύθυνση των φασιστών. Οι υπόλοιποι ταλαιπωρούσαν τους συγγενείς των θυμάτων, έστησαν ψεύτικα ντονεράδικα για να παρακολουθήσουν το κοινωνικό περιβάλλον τους, μεταμφιέζονταν σαν ιδιωτικοί ντεντέκτιβ και δημοσιογράφοι προκειμένου να τους αφουγκραστούν και να ξεσηκώσουν τον έναν εναντίον του άλλου κτλ. Εκτός αυτού ταξινομήθηκαν πάνω από 20 εκατ. ασύρματες υποκλοπές για 13.842 πρόσωπα, οι οποίες διευθετήθηκαν με πληρωμές χρημάτων, κρατήσεις για δωμάτια ξενοδοχείων, ενοικιάσεις τροχόσπιτων κτλ. Σύμφωνα με πληροφορίες του υπουργείου Εσωτερικών τα δεδομένα αυτά ήταν ακόμη αποθηκευμένα τον Οκτώβριο του 2012.
ε) Αστυνομία και μήντια ολοκλήρωσαν το έργο της NSU. Η "στρατηγική της έντασης" είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, όταν καταφέρνει να δημιουργήσει τον εχθρό που καταπολεμά. (Στην ακραία περίπτωση η στρατηγική της έντασης αφορά τους ισλαμιστές, που υποτίθεται πως αντιδρούν με τρομοκρατικές ενέργειες. Η λεγόμενη ισλαμιστική ομάδα του "Sauerland" ήταν υπό κρατική παρακολούθηση και φτιάχτηκε με τη βοήθεια μυστικών υπηρεσιών) [5].
Ο τρόμος μαζί με το συνοδευτικό πρόγραμμα των πολιτικών, της αστυνομίας και των μήντια, οδήγησε στην απομόνωση των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Πολλοί μετανάστες ανέφεραν ότι με το ξεσκέπασμα της NSU ένιωσαν για πρώτη φορά σαν "τούρκοι". Ήδη τη δεκαετία του '90, μετά τη δολοφονική επίθεση στο Solingen (εμπρησμός σπιτιού τούρκων μεταναστών), οι τούρκικες σημαίες κυριαρχούσαν στις διαδηλώσεις. Ήταν μια εξέλιξη, που πέρα από πολλές άλλες συνέπειες, οδήγησε επίσης στο γεγονός, ότι οι συγγενείς των θυμάτων με τις πορείες τους διαμαρτυρίας κατά των δολοφονιών το 2006 αφέθηκαν σε μεγάλο βαθμό μόνοι τους από τη γερμανική Αριστερά. Τη δεκαετία του '80 κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο.
Συνέχεια: Επιχειρησιακοί πυρήνες και έλεγχος από τα πάνω
Το "βαθύ κράτος" δεν επιβίωσε μόνο το 1933 και το 1945 μέσα στα όργανα καταστολής. Οι ναζί κατάφεραν μετά την ανάληψη της εξουσίας (1933) να αποκλείσουν γρήγορα την (κομμουνιστική) αντιπολίτευση, επειδή η πολιτική αστυνομία πολύ επιμελώς είχε ανοίξει από τα πριν φακέλους, τους οποί
ανάλογη υπεροψία: "Τι θέλετε λοιπόν; Όλα λειτούργησαν όπως έπρεπε!". Αυτοί που φαίνονται είναι ο (πρώην υπουργός Εσωτερικών) Σόιμπλε, ο αρχηγός της Ομοσπονδιακής Εγκληματολογικής Υπηρεσίας (ΒΚΑ) Ziercke, ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Έσσης Bouffier... Υπάρχουν όμως λιγότερο γνωστές, αλλά επιχειρησιακά σίγουρα σημαντικότερες φιγούρες.
Όπως ο χριστιανοδημοκράτης Klaus Dieter Fritsche, γραμματέας στο υπουργείο Εσωτερικών από το 2009, αποκαλούμενος ως "κρυφός υπουργός εσωτερικών", αντιπροέδρος της BfV μεταξύ 1996 και 2005, και από το 2005 έως το 2009 συντονιστής των μυστικών υπηρεσιών στην ομοσπονδιακή καγκελαρία. Ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής για την NSU είπε: "Δεν θα επιτρέψουμε να μαθευτούν μυστικά, που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τη δράση του κράτους... Το καλό του κράτους είναι σημαντικότερο από μια κοινοβουλευτική διαλεύκανση της υπόθεσης". Νομιμοποιώντας έτσι τη σιωπή των πληροφοριοδοτών από το περιβάλλον της NSU ενώπιον της επιτροπής.
Όλοι αυτοί οι επιχειρησιακά σημαντικοί τύποι αισθάνονται σαν μια ελίτ, η οποία δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει τη δράση της, ούτε κοινωνικά ούτε απέναντι στο κοινοβούλιο. Οι μέθοδοί τους δεν μπορούν να δικαιολογηθούν "δημοκρατικά", ούτε με κάποιο άλλο τρόπο. Για παράδειγμα η VS της Θουριγγίας είχε στρατολογήσει ως χαφιέ το στέλεχος του NPD Kai-Uwe Trinkaus και τον είχε χρησιμοποιήσει κατά του Κόμματος της Αριστεράς (die Linke) και της Ομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων (DGΒ). Εκτός αυτού ο Trinkaus είχε προμηθευτεί από τον πράκτορα καθοδηγητή του, ονόματα, διευθύνσεις και φωτογραφίες έντεκα αντιφασιστών και τα είχε αναρτήσει στην ιστοσελίδα του. "Ο εχθρός βρίσκεται στα αριστερά" - και ο εξοπλισμός των ακροδεξιών είναι ένα από τα καλύτερα μέσα εναντίον του. Στο κρατίδιο της Θουριγγίας οι εκάστοτε υπουργοί Εσωτερικών - αδιάφορο αν προέρχονται από τους σοσιαλδημοκράτες ή τους χριστιανοδημοκράτες - έχουν καταπολεμήσει σαφώς διάφορες αριστερές δραστηριότητες εναντίον ακροδεξιών σε συνεργασία με την VS. (...)
(η συνέχεια του άρθρου θα αναρτηθεί στο blogspot)
Όπως ο χριστιανοδημοκράτης Klaus Dieter Fritsche, γραμματέας στο υπουργείο Εσωτερικών από το 2009, αποκαλούμενος ως "κρυφός υπουργός εσωτερικών", αντιπροέδρος της BfV μεταξύ 1996 και 2005, και από το 2005 έως το 2009 συντονιστής των μυστικών υπηρεσιών στην ομοσπονδιακή καγκελαρία. Ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής για την NSU είπε: "Δεν θα επιτρέψουμε να μαθευτούν μυστικά, που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τη δράση του κράτους... Το καλό του κράτους είναι σημαντικότερο από μια κοινοβουλευτική διαλεύκανση της υπόθεσης". Νομιμοποιώντας έτσι τη σιωπή των πληροφοριοδοτών από το περιβάλλον της NSU ενώπιον της επιτροπής.
Όλοι αυτοί οι επιχειρησιακά σημαντικοί τύποι αισθάνονται σαν μια ελίτ, η οποία δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει τη δράση της, ούτε κοινωνικά ούτε απέναντι στο κοινοβούλιο. Οι μέθοδοί τους δεν μπορούν να δικαιολογηθούν "δημοκρατικά", ούτε με κάποιο άλλο τρόπο. Για παράδειγμα η VS της Θουριγγίας είχε στρατολογήσει ως χαφιέ το στέλεχος του NPD Kai-Uwe Trinkaus και τον είχε χρησιμοποιήσει κατά του Κόμματος της Αριστεράς (die Linke) και της Ομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων (DGΒ). Εκτός αυτού ο Trinkaus είχε προμηθευτεί από τον πράκτορα καθοδηγητή του, ονόματα, διευθύνσεις και φωτογραφίες έντεκα αντιφασιστών και τα είχε αναρτήσει στην ιστοσελίδα του. "Ο εχθρός βρίσκεται στα αριστερά" - και ο εξοπλισμός των ακροδεξιών είναι ένα από τα καλύτερα μέσα εναντίον του. Στο κρατίδιο της Θουριγγίας οι εκάστοτε υπουργοί Εσωτερικών - αδιάφορο αν προέρχονται από τους σοσιαλδημοκράτες ή τους χριστιανοδημοκράτες - έχουν καταπολεμήσει σαφώς διάφορες αριστερές δραστηριότητες εναντίον ακροδεξιών σε συνεργασία με την VS. (...)
(η συνέχεια του άρθρου θα αναρτηθεί στο blogspot)
Σημειώσεις της μετάφρασης:
[2] Η βομβιστική ενέργεια στη γιορτή μπύρας Oktoberfest του Μονάχου στις 26 Σεπτεμβρίου 1980, αποτελεί τη χειρότερη τρομοκρατική ενέργεια στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι δράστες ήθελαν να την χρεώσουν σε ακροαριστερούς τρομοκράτες για να κλονίσουν την πολιτική του σοσιαλφιλελεύθερου κυβερνητικού συνασπισμού των σοσιαλδημοκρατών (SPD) και ελεύθερων δημοκρατών (FDP) ενόψει των επερχόμενων ομοσπονδιακών εκλογών της 5ης Οκτωβρίου 1980. Ωφελημένοι θα έβγαιναν τα συνασπισμένα κόμματα των χριστιανοδημοκρατών (CDU) και χριστιανοκοινωνιστών (CSU), και ο υποψήφιός τους για την καγκελαρία Franz Josef Strauss (πρωθυπουργός της Βαυαρίας).
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1980, μια μέρα μετά την ενέργεια, ο Franz Josef Strauss επιτέθηκε στον κυβερνητικό συνασπισμό μέσω της εφημερίδας Bild am Sonntag, ισχυριζόμενος ότι η φιλελεύθερη πολιτική του ομοσπονδιακού υπουργού Εσωτερικών Gerhart Baum (FDP) εμπόδισε τις έρευνες των υπηρεσιών ασφαλείας και επέτρεψε την προετοιμασία της βομβιστικής ενέργειας. Η κυβέρνηση κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι υποτίμησε τον ακροδεξιό κίνδυνο, αφού ο βαυαρός πρωθυπουργός Strauß είχε κριτικάρει, λίγους μήνες πριν, την απαγόρευση της ακροδεξιάς οργάνωσης Wehrsportgruppe Hoffmann από τον υπουργό Baum. Ο υπουργός Εσωτερικών της Βαυαρίας Gerold Tandler (CSU) κατηγορήθηκε ότι υποτίμησε τις ακροδεξιές σκευωρίες.
Οι πολιτικές αντιδράσεις καταλάγιασαν γρήγορα, όταν στην πορεία των ερευνών έγινε ξεκάθαρο, ότι ο Koehler που ανήκε στον ακροδεξιό χώρο, ήταν αυτός που τοποθέτησε την βόμβα, καθώς το διαβατήριό του βρέθηκε στον τόπο της επίθεσης. Στις εκλογές επανεξελέγη ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Helmut Schmidt.
Τον Ιούνιο του 2009, η αριστερή κοινοβουλευτική συμμαχία Buendnis 90/Die Gruenen υπέβαλλε επερώτηση στην ομοσπονδιακή βουλή με θέμα: "Η βομβιστική ενέργεια στο Oktoberfest - τα στοιχεία από τα αρχεία της Stasi, οι ενδείξεις για συμμετοχή της „Wehrsportgruppe Hoffmann“, και διασυνδέσεις με την Gladio". Μεταξύ άλλων η γερμανική κυβέρνηση ερωτήθηκε εάν γνώριζε κάποια σχέση μεταξύ της ενέργειας στο Oktoberfest και της βομβιστικής επίθεσης στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολώνια στις 2 Αυγούστου 1980 (φώτο εξωφύλλου), με 85 νεκρούς και περισσότερους από 200 τραυματίες, την οποία σχεδίασε και εκτέλεσε η ιταλική φασιστική ομάδα Ordine Nuovo.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι δράστες ήθελαν να την χρεώσουν σε ακροαριστερούς τρομοκράτες για να κλονίσουν την πολιτική του σοσιαλφιλελεύθερου κυβερνητικού συνασπισμού των σοσιαλδημοκρατών (SPD) και ελεύθερων δημοκρατών (FDP) ενόψει των επερχόμενων ομοσπονδιακών εκλογών της 5ης Οκτωβρίου 1980. Ωφελημένοι θα έβγαιναν τα συνασπισμένα κόμματα των χριστιανοδημοκρατών (CDU) και χριστιανοκοινωνιστών (CSU), και ο υποψήφιός τους για την καγκελαρία Franz Josef Strauss (πρωθυπουργός της Βαυαρίας).
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1980, μια μέρα μετά την ενέργεια, ο Franz Josef Strauss επιτέθηκε στον κυβερνητικό συνασπισμό μέσω της εφημερίδας Bild am Sonntag, ισχυριζόμενος ότι η φιλελεύθερη πολιτική του ομοσπονδιακού υπουργού Εσωτερικών Gerhart Baum (FDP) εμπόδισε τις έρευνες των υπηρεσιών ασφαλείας και επέτρεψε την προετοιμασία της βομβιστικής ενέργειας. Η κυβέρνηση κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι υποτίμησε τον ακροδεξιό κίνδυνο, αφού ο βαυαρός πρωθυπουργός Strauß είχε κριτικάρει, λίγους μήνες πριν, την απαγόρευση της ακροδεξιάς οργάνωσης Wehrsportgruppe Hoffmann από τον υπουργό Baum. Ο υπουργός Εσωτερικών της Βαυαρίας Gerold Tandler (CSU) κατηγορήθηκε ότι υποτίμησε τις ακροδεξιές σκευωρίες.
Οι πολιτικές αντιδράσεις καταλάγιασαν γρήγορα, όταν στην πορεία των ερευνών έγινε ξεκάθαρο, ότι ο Koehler που ανήκε στον ακροδεξιό χώρο, ήταν αυτός που τοποθέτησε την βόμβα, καθώς το διαβατήριό του βρέθηκε στον τόπο της επίθεσης. Στις εκλογές επανεξελέγη ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Helmut Schmidt.
Τον Ιούνιο του 2009, η αριστερή κοινοβουλευτική συμμαχία Buendnis 90/Die Gruenen υπέβαλλε επερώτηση στην ομοσπονδιακή βουλή με θέμα: "Η βομβιστική ενέργεια στο Oktoberfest - τα στοιχεία από τα αρχεία της Stasi, οι ενδείξεις για συμμετοχή της „Wehrsportgruppe Hoffmann“, και διασυνδέσεις με την Gladio". Μεταξύ άλλων η γερμανική κυβέρνηση ερωτήθηκε εάν γνώριζε κάποια σχέση μεταξύ της ενέργειας στο Oktoberfest και της βομβιστικής επίθεσης στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολώνια στις 2 Αυγούστου 1980 (φώτο εξωφύλλου), με 85 νεκρούς και περισσότερους από 200 τραυματίες, την οποία σχεδίασε και εκτέλεσε η ιταλική φασιστική ομάδα Ordine Nuovo.
[3] Ο όρος "κρατική προστασία" αφορά αστυνομικά και άλλα μέτρα επιβολής της τάξης, ενάντια σε δραστηριότητες που απειλούν το κράτος και έχουν κυρίως πολιτικά κίνητρα. Κλασικά αδικήματα κατά της κρατικής προστασίας είναι αξιόποινες πράξεις κατά του συντάγματος ή της ασφάλειας, όπως η διατάραξη ειρήνης, η εσχάτη προδοσία και η τρομοκρατία.
Tο καθήκον της προστασίας του γερμανικού κράτους αναλαμβάνουν, εκτός από τις ανώτερες αστυνομικές υπηρεσίες δίωξης κοινού εγκλήματος, κυρίως οι τρεις μυστικές υπηρεσίες. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (BfV) και οι τοπικές αρχές Προστασίας του Συντάγματος (VS) κάθε κρατιδίου είναι αρμόδιες για την εσωτερική ασφάλεια, η Στρατιωτική Μυστική Υπηρεσία (MAD) για τον ομοσπονδιακό στρατό, και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (BND) για την εξωτερική ασφάλεια.
[4]: Συνταγματική μεταρρύθμιση που ψηφίστηκε από τον κυβερνητικό συνασπισμό στις 30/5/1968 και επέκτεινε την ικανότητα δράσης του κράτους σε καταστάσεις κρίσης. Συνοδεύτηκε από έντονες διαμαρτυρίες της Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης και του φοιτητικού κινήματος (SDS).
[5] Τον Σεπτέμβριο του 2007 συνελήφθησαν τρία μέλη της ομάδας "Sauerlandgruppe" σε μια εξοχική κατοικία στη Βεστφαλία, κατόπιν υπόδειξης των αμερικανικών υπηρεσιών NSA και CIA. Κατηγορήθηκαν ως μέλη της αφγανοπακιστανικής τρομοκρατικής οργάνωσης Islamic Jihad Union που προετοίμαζε βομβιστικές ενέργειες. Τον Μάρτιο του 2010 καταδικάστηκαν μαζί με έναν γερμανικής υπηκοότητας και τουρκικής καταγωγής βοηθό τους, σε πολύχρονη φυλάκιση.
Λέγεται ότι στη δημιουργία της Islamic Jihad Union εμπλέκονται οι μυστικές υπηρεσίες του Ουζμπεκιστάν. Σύμφωνα με το ειδησεογραφικό περιοδικό STERN, η “Sauerlandgruppe” είχε προμηθευτεί (άχρηστους) πυροκροτητές από τον τούρκο πράκτορα Mevlut K., που συνεργαζόταν τακτικά με τη CIA και την τουρκική ΜΙΤ, και πολύ πιθανόν και με τη γερμανική υπηρεσία πληροφοριών BND.
Ο ιδεολογικός καθοδηγητής της ομάδας, Yehia Yousif, αποδείχθηκε πράκτορας της γερμανικής μυστικής υπηρεσίας VS.
Ο ιδεολογικός καθοδηγητής της ομάδας, Yehia Yousif, αποδείχθηκε πράκτορας της γερμανικής μυστικής υπηρεσίας VS.