Μόνο 16 χρόνια μετά την πρώτη παγκόσμια κρίση του βιομηχανικού καπιταλισμού εμφανίστηκε ένα νέος πανικός με παγκόσμιες επιπτώσεις. Η κρίση του 1873-1879, όπως και αυτή του 1857, ξεκίνησε από την κερδοσκοπία των σιδηροδρόμων, αλλά αυτή τη φορά το αμερικανικό κέντρο βάρους υποστηρίχθηκε από δύο ευρωπαϊκά "ιδρυτικά κραχ" (στμ: σε Γερμανία και Αυστρο-ουγγαρία). Εκτός αυτού οι καταρρεύσεις τραπεζών και χρηματιστηρίων πέρασαν αμέσως στη σφαίρα της παραγωγής, ενώ σημειώθηκε μια συρρίκνωση του εμπορίου. Όλα αυτά δείχνουν το πόσο γρήγορα είχε επεκταθεί και βιομηχανοποιηθεί η παγκόσμια οικονομία μετά το τέλος της κρίσης του 1857. Αντίστοιχα η κρίση του 1873-1879 εξελίχθηκε πολύ πιο έντονα, κατέστρεψε μεγαλύτερα κεφάλαια και διήρκησε περισσότερο καιρό. Οι άνθρωποι της εποχής το αντιλήφθηκαν αμέσως. Αναγνώρισαν ότι επρόκειτο για μια τομή της εποχής, αφού η φάση της ύφεσης (μέχρι το 1896) που ακολούθησε την κρίση τράβηξε για ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η αγροτική κρίση, ο παγκόσμιος οικονομικός άξονας Μεγάλης Βρετανίας-Ινδίας-Κίνας και ο καθορισμός του "τρίτου κόσμου"
Οι καταστροφές που προξένησε ο "νέος ιμπεριαλισμός" (ο οποίος γεννήθηκε στη διάρκεια της μακράς ύφεσης) στα περιθώρια του παγκόσμιου συστήματος ήταν τρομερές. Εύγλωττη μαρτυρία αποτελούν οι αποικιακές εκστρατείες με τις σφαγές και τις καταστροφές που υπέστησαν οι πρόσφυγες. Τα τραύματα των υποδουλωμένων κράτησαν για αρκετές γενιές. Όλες αυτές οι καταστροφές είχαν όμως και μια οικονομική πλευρά. Διότι οι ζημιές που προξενήθηκαν οδήγησαν σε μακροχρόνιες διαρθρωτικές αλλαγές. Οι οικονομίες της αυτοσυντήρησης και οι τοπικές αγορές των ιθαγενών εθνών καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για την κινητοποίηση φυσικών και αγροτικών πρώτων υλών και την πώληση περιζήτητων έτοιμων προϊόντων από τις "μητροπόλεις". Ταυτόχρονα σταμάτησαν και όλες οι προσπάθειες προσαρμογής με την έννοια μιας αυτόνομης καθυστερημένης ανάπτυξης. Η αποικιακή υποδούλωση συνοδευόταν από ένα σύστημα σχεδιασμένης μη-ανάπτυξης, αφού αποτελούσε αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της πολιτικής οικονομίας για το ξεπέρασμα της ύφεσης. Το αποτέλεσμα αυτό φαίνεται πολύ παραστατικά στο παράδειγμα της αγροτικής κρίσης, η οποία σφράγισε όλη την περίοδο μεταξύ 1873 και 1896 με μια διαρκή κρίση, που κόστισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους και ανάγκασε πολλούς περισσότερους να μεταναστεύσουν.
Από την αγροτική κρίση επλήγησαν όλες οι περιοχές του κόσμου [1]. Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα οι τιμές των βασικών αγροτικών προϊόντων όπως σιτηρά, βαμβάκι, ρύζι, αραβόσιτος και ζάχαρη, έπεσαν κατά μέσο όρο κάτω από το ένα τρίτο του επιπέδου τιμών προ της κρίσης. Ήταν εκπληκτικό, διότι η ζήτηση ανέβαινε ραγδαία λόγω της γρήγορης εκβιομηχάνισης, της αστικοποίησης και της αύξησης του πληθυσμού και θα έπρεπε συνεπώς να είχε οδηγήσει σε μια σημαντική άνοδο των τιμών. Ωστόσο πολλοί παράγοντες επέδρασαν αντίθετα: κυρίως η αυξανόμενη αξιοποίηση των τοπικών αγορών μέσω της κατασκευής του σιδηροδρόμου, η μεγάλη πτώση στις τιμές των μεταφερόμενων σιτηρών λόγω του σιδηροδρόμου και των ατμόπλοιων, καθώς και η εκμηχάνιση της γεωργίας των ΗΠΑ. Μόνο στις ΗΠΑ διπλασιάστηκαν οι εκτάσεις καλλιέργειας σιτηρών μέχρι το 1890, και στα τελευταία χρόνια της ύφεσης προστέθηκαν νέοι μεγάλοι εξαγωγείς όπως η Αργεντινή και η Αυστραλία. Ωστόσο αυτοί οι παράγοντες δεν μπορούν να εξηγήσουν τη δυσανάλογα μεγάλη πτώση των τιμών. Αυτή η πτώση συνέβαλε τουλάχιστον στο μισό του γενικού αποπληθωρισμού των τιμών. Επομένως η αγροτική κρίση ήταν μια συνέπεια του κανόνα του χρυσού που επικράτησε παγκοσμίως κατά τη διάρκεια της μακράς ύφεσης (στμ: ο κανόνας του χρυσού για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες ίσχυσε πριν και μετά τον 'Α παγκόσμιο πόλεμο).
Τα περισσότερα αναπτυγμένα οικονομικά έθνη προφύλαξαν τους αγροτικούς τομείς τους από τις παραπάνω επιπτώσεις της κρίσης μέσω προστατευτικών δασμών, οι οποίοι πίεζαν ακόμη πιο κάτω τις τιμές των αγροτικών προϊόντων όσων εθνών συμμετείχαν στο ελεύθερο εμπόριο και αυτό εξαιτίας του συμπληρωματικού αποτελέσματος που είχε το dumping (στμ: πωλήσεις προϊόντων σε ξένη χώρα σε τιμές κάτω από αυτές της εγχώριας αγοράς με στόχο την κατάκτηση της ξένης αγοράς). Η μοναδική εξαίρεση ήταν η Μεγάλη Βρετανία, η οποία στη διάρκεια της μακράς ύφεσης έχασε τα τελευταία απομεινάρια της δικιάς της παραγωγής δημητριακών. Επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο κρατιόταν από το ελεύθερο εμπόριο, οι πτωτικές τιμές των αγροτικών προϊόντων διαπέρασαν πλήρως τις αποικίες του. Βέβαια οι βικτωριανές ελίτ μπορεί να είχαν αντίρρηση, αφού σκοπός τους ήταν να εντάξουν τη γεωργία των αποικιών τους στα βρετανικά συστήματα εμπορευματοποίησης. Το ψωμί που έτρωγαν οι κάτοικοι του Λονδίνου και των βρετανικών βιομηχανικών μητροπόλεων, φτιαχνόταν από ινδικά σιτηρά, ενώ και η παραγωγή βαμβακιού καθοδηγείτο από τη βρετανική υφαντουργία. Ακόμα και η κατασκευή του σιδηρόδρομου στην Ινδία και στις άλλες μεγάλες αποικίες είχε κυρίως την εξής λειτουργία: να προωθήσει την εμπορευματοποίηση της γεωργίας, να μετατρέψει τα σιτηρά και τα υπόλοιπα αγροτικά προϊόντα σε εμπορεύματα και να εξαφανίσει τα παλιά πατρογονικά συστήματα αποθήκευσης και διανομής, που προμήθευαν τις τοπικές αγορές του πληθυσμού των οικονομιών της αυτοκατανάλωσης και αποθήκευαν επαρκή αποθέματα με σκοπό την εξισορρόπηση από τις επιπτώσεις των ακαρπιών.
Από το 1876 έως το 1878 δεν εμφανίστηκαν σε ευρεία τμήματα της Ινδίας, της Κίνας και της Βόρειας Βραζιλίας μουσώνες, επειδή οι ανατολικοί (αληγείς) άνεμοι στις ισημερινές ζώνες του ανατολικού Ειρηνικού Ωκεανού θερμαίνονταν πολύ γρήγορα λόγω μεταβαλλόμενων ρευμάτων αέρα (φαινόμενο EL Nino). Τότε σημειώθηκαν καταστροφές από ξηρασίες και ακαρπίες που έλαβαν ιστορικές διαστάσεις. Δεν υπήρξαν μέτρα διάσωσης, αφού τα παλιά συστήματα αποθήκευσης είχαν καταστραφεί. Ακόμα και η άνοδος των τιμών για σιτηρά που εμφανίστηκε στις πληγείσες περιοχές, η οποία απέκλεισε αυτόματα τα παραδοσιακά κατώτερα στρώματα από την αγορά τους, αφέθηκε στο παιχνίδι της προσφοράς και της ζήτησης. Ανταυτού προωθήθηκαν οι εξαγωγές σιτηρών προς τη Μεγάλη Βρετανία. Έτσι η σύμπτωση μιας φυσικής καταστροφής με τις επιπτώσεις του διεθνούς ελεύθερου εμπορίου προκάλεσε έναν τρομερό λιμό. Οι λιμοκτονούντες, που έρρεαν από την ύπαιθρο στις επαρχιακές πόλεις, πέθαιναν στις σιδηροδρομικές γραμμές και μπροστά στις αποθήκες των εμπορικών εταιρειών. Σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις στην Ινδία πέθαναν από την πείνα 8,2 έως 10,3 εκατομμύρια άνθρωποι, στην Κίνα 13-20 εκατ. και στη Βραζιλία 0,5-1 εκατ. [2]. Ο θάνατος τόσων ανθρώπων ήταν το πικρό τίμημα για το διεθνή θρίαμβο του κανόνα του χρυσού και του ελεύθερου εμπορίου. Κάπου στα τέλη της μακράς ύφεσης εμφανίστηκαν εκ νέου καιρικές συνθήκες EL Nino και περίοδοι ξηρασίας. Το αποτέλεσμα ήταν ξανά λιμοί, αυτή τη φορά και στην τσαρική Ρωσία. Κανείς δεν είχε διδαχθεί από το φιάσκο του 1876-1878. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι τα ανεπτυγμένα οικονομικά έθνη χρησιμοποίησαν τις καταστροφές από ξηρασίες και λιμούς για να επιταχύνουν την πολιτική της αποικιακής διείσδυσης, επειδή τότε η αντίσταση των ιθαγενών εθνών είχε αποδυναμωθεί.
Υπάρχει όμως ένας ακόμη λόγος που εξηγεί την παράλειψη πρωτοβουλιών για τον περιορισμό των κρίσεων πείνας στην περιφέρεια: αυτός ο λόγος ήταν η στρατηγική σημασία των μεγάλων αποικιών, κυρίως της Ινδίας και της Κίνας, για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα της βικτωριανής εποχής. Η Μεγάλη Βρετανία έμενε πίσω τεχνολογικά όλο και πιο πολύ απέναντι στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, παρέμενε όμως το αδιαφιλονίκητο χρηματιστικό, μεταφορικό και υπηρεσιακό κέντρο του κόσμου, που είχε συγκροτηθεί μέσα από τον κανόνα του χρυσού και την αρχή του ελεύθερου εμπορίου. Όσο η Βρετανία διέθετε μια ανενόχλητη πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα χάρη σε μια διαρκώς επεκτεινόμενη αποικιακή σφαίρα, και όσο μπορούσε να σπρώχνει τα τεχνολογικώς ξεπερασμένα προϊόντα της σε νέες μονοπωλιακές αγορές, ήταν σε θέση να αντισταθμίζει τη σχετική παρακμή της στις ανεπτυγμένες αγορές του κόσμου.
Το τίμημα γι' αυτή την τεχνολογική καθυστέρηση έπρεπε να πληρώσουν τα γηγενή έθνη των μεγάλων αποικιών - αν εξαιρέσει κανείς τα ανώτερα στρώματα που είχαν εν μέρει επιλεγεί για τη διασφάλιση της αποικιακής κυριαρχίας. Το τίμημα συνίστατο στην επιταχυνόμενη καταστροφή των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, την οποία όμως δεν επακολούθησε καμία πρωταρχική συσσώρευση, αφού η οικονομική μη-ανάπτυξη είχε μετατραπεί σε σημαντική άποψη του τότε παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Ο "Τρίτος Κόσμος" δημιουργήθηκε στην Ινδία και στην Κίνα ως απάντηση στην πρώτη παγκόσμια οικονομική κρίση, και καθορίστηκε στη διάρκεια της μακράς ύφεσης των δεκαετιών 1880 και 1890. Περιέλαβε σχεδόν το σύνολο του παγκόσμιου Νότου. Μάλιστα η οθωμανική αυτοκρατορία σαν αποτέλεσμα της αγροτικής κρίσης αδυνατούσε να πληρώσει τα χρέη της. Αναγκάστηκε να υποταχθεί σε μια συλλογική διοίκηση του χρέους, την οποία καθόριζαν οι αποικιακές δυνάμεις, έχασε τον έλεγχο των περιφερειών της και έγινε έρμαιο των αντιπάλων της, δηλ. της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας.
Πρώτη η Ρόζα Λούξεμπουργκ παρατήρησε με οξύνοια αυτήν την εξέλιξη (στμ: βλέπε το βιβλίο "Η συσσώρευση του κεφαλαίου", εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη). Συμπέρανε ότι ο καπιταλισμός λόγω των ενδογενών τάσεών του για υπερσυσσώρευση μπορεί να επιβιώνει μόνο όσο είναι σε θέση να ενσωματώνει μη καπιταλιστικές, μη εγχρήματες οικονομίες. Δεν είναι σίγουρο εάν επιτρέπεται να κάνουμε μια τόσο εκτεταμένη γενίκευση. Ωστόσο αληθεύει ότι στην εποχή της μακράς ύφεσης το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα συμπεριφέρθηκε ακριβώς έτσι. Αλλά ο βικτωριανός παγκόσμιος οικονομικός άξονας δεν κράτησε για πολύ. Γι' αυτό το λόγο η ύπαρξη του "τρίτου κόσμου", ο οποίος κατέστησε το Ηνωμένο Βασίλειο σημαντικό συστημικό παράγοντα της μη-ανάπτυξης (με χαρακτήρα προτύπου για τις άλλες αποικιακές δυνάμεις), δεν φτιάχτηκε για την αιωνιότητα, αλλά για περίπου 100 χρόνια. Μόλις σήμερα αρχίζει ο τρίτος κόσμος να διαλύεται σαν αποτέλεσμα του τέταρτου οικονομικού κύκλου σύμφωνα με τη θεωρία του Kondratiev (1966/67-2006/2007) [3]. Η Κίνα και η Ινδία κερδίζουν έδαφος ως προς τις ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις.
Σημειώσεις:
1] Ο συγγραφέας αναφέρει ως πηγές τα παρακάτω βιβλία, κάποια από τα οποία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: Schumpeter: Konjunkturzyklen (Οι οικονομικοί κύκλοι-1939), Hobsbawm: Η εποχή των αυτοκρατοριών, Karl Polanyi: Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Mike Davis: Η γέννηση του τρίτου κόσμου.
2] Mike Davis: Η γέννηση του τρίτου κόσμου.
3] Την έννοια των "μεγάλων κύκλων" την είχε επεξεργαστεί ο σοβιετικός οικονομολόγος Nikolai D. Kondratiev στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Στο διάγραμμα πάνω δεξιά παρουσιάζονται οι φάσεις του οικονομικού κύκλου σχηματικά. Ένας κύκλος (ΑΕ) αποτελείται από την άνοδο ή οικονομική άνθηση (ΑΓ) και την κάθοδο ή οικονομική κρίση (ΓΕ). Τόσο η άνοδος όσο και η κάθοδος αποτελούνται από δύο επιμέρους φάσεις. Απ’ ότι φαίνεται και στο σχήμα η άνοδος αποτελείται από την ανάκαμψη (ΑΒ) και την υπερθέρμανση (ΒΓ), ενώ η κάθοδος από την κάμψη (ΓΔ) και την ύφεση (ΔΕ).
Η μακρά ύφεση του 1873-1896 με τα μάτια των από κάτω: μαζική μετανάστευση - προλεταριοποίηση - εργατικό κίνημα
Η αγροτική κρίση και η ακόλουθη καταστροφή των προκαπιταλιστικών οικονομιών της αυτοσυντήρησης είχαν ένα εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα: παγκοσμίως εκατομμύρια άνθρωποι εκδιώχθηκαν από την ύπαιθρο και αναγκάστηκαν σε μια προσωρινή ή διαρκή περιοδεία στις γειτονικές πόλεις, αλλά και πέρα από σύνορα και ηπείρους. Ήταν ένα φαινόμενο μεγάλης σημασίας για εκείνη την εποχή, αφού έκτοτε δεν έχει επαναληφθεί. Στην τσαρική Ρωσία δεν μετακινήθηκαν μόνο αγρότες έποικοι και εξόριστοι προς τη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία, αλλά κάθε χρόνο 9 έως 10 εκατ. αγρότες-εργάτες αναχωρούσαν για τα νεοσχηματιζόμενα βιομηχανικά κέντρα γύρω από την Πετρούπολη, την κεντρική βιομηχανική περιοχή της Μόσχας, την περιοχή των Ουραλίων και τη λεκάνη του ποταμού Δον. Επιπλέον 4 εκατ. μικροαγρότες, άνεργοι προλετάριοι και εβραίοι πρόσφυγες έφυγαν από τις δυτικές επαρχίες της Ρωσίας και την Πολωνία προς τα δυτικά, με σκοπό να αναζητήσουν την τύχη τους στα νέα βιομηχανικά κέντρα της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης ή να διασχίσουν τον Ατλαντικό. Στη διάρκεια της μαζικής μετανάστευσης που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τη δεκαετία του 1880, οι παραπάνω μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη συναντούσαν στα λιμάνια εισόδου μεταναστών στην ανατολική ακτή της Βόρειας Αμερικής, προλεταριοποιημένους αγρότες των οικονομιών αυτοσυντήρησης και οικογένειες της οικιακής βιοτεχνίας από την Ιρλανδία και την Ιταλία, καθώς και πολυάριμθους εξειδικευμένους εργάτες από τη Γερμανία. Στη διάρκεια της μακράς ύφεσης περίπου 15 εκατ. άνθρωποι από την ευρωπαϊκή περιφέρεια κατάφεραν να φύγουν προς τη Βόρεια Αμερική, όπου αποτέλεσαν την κύρια μάζα του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού. Αφού πέρασαν από τα λιμάνια εισόδου της Νέας Υόρκης και του Μόντρεαλ απασχολήθηκαν στην κατασκευή σιδηροδρόμων, στα ορυχεία, στα εργοστάσια κατασκευής μηχανημάτων και στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα. Άλλα 3 εκατ. εγκατέλειψαν από το 1871 την Ιβηρική Χερσόνησο προς την Αργεντινή, τη Βραζιλία και την Κούβα. Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε το ασιατικό σύστημα των συμβολαιακών εργατών, το οποίο περιέλαβε όλη την περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού και ώθησε περίπου 15 εκατ. ανθρώπους προς την Καραϊβική και τις δυτικές ακτές της Βόρειας και Νότιας Αμερικής.
Συνολικά επρόκειτο για περίπου 48 εκατ. προλεταριοποιημένες οικογένειες αυτοσυντήρητων και μικρών αγροτών, προλεταριοποιημένους οικιακούς βιοτέχνες και άνεργους βιομηχανικούς εργάτες/ριες, που κινήθηκαν μέσα στους τρεις μεγάλους μεταναστευτικούς κύκλους κατά τη διάρκεια της μακράς ύφεσης. Μετά την άφιξή τους στην Κεντρική Ευρώπη και στις δύο Αμερικές έπιασαν δουλειά κυρίως σαν ανειδίκευτες/οι εργάτριες/ες, ενώ οι ασιάτες συμβολαιακοί εργάτες εκτελούσαν καταναγκαστική εργασία στις φυτείες του περιφερειακού καπιταλισμού και οι ρώσοι αγροτοεργάτες παρέμεναν συνδεδεμένοι με τις χωριάτικες κοινότητές τους. Αν και σ' αυτή τη μεταναστευτική κυκλοφορία μετακινήθηκαν επίσης ιταλοί χειρωνάκτες και γερμανοί ειδικευμένοι εργάτες, αποτέλεσαν μόνο μια μικρή μειοψηφία. Οι ακτήμονες δεν αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μόνο εξαιτίας της αγροτικής κρίσης και της αποσύνθεσης των οικονομιών αυτοσυντήρησης. Επιπλέον ο αυτοκρατορικός εθνικισμός που διαμορφωνόταν με εθνοτικό τρόπο, απέκλεισε ιδίως τους εβραίους της Ρωσίας και άλλες μειονότητες. Παρόλα αυτά η αγροτική κρίση ήταν ο αποφασιστικός κινητήρας που προμήθευσε τον καπιταλισμό στα χρόνια της ύφεσης με έναν σχεδόν ανεξάντλητο βιομηχανικό εφεδρικό στρατό.
Οι περισσότεροι νεόφερτοι μετανάστες εντάχθηκαν γρήγορα στο εργατικό προσωπικό, ακόμα κι αν διαχωρίστηκαν στις συνοικίες των πόλεων, προκειμένου να διατηρήσουν την εθνοτική-πολιτισμική ταυτότητά τους. Μοιράζονταν τις ελπίδες των υπόλοιπων εργατικών στρωμάτων για μια καλύτερη ζωή, και ήθελαν να πετύχουν μαζί τους μια ποιότητα ζωής, όπου ο χρόνιος υποσιτισμός και η στενότητα των πατρογονικών οικονομιών της αυτοσυντήρησης δεν θα είχαν πλέον θέση. Όμως η προοπτική αυτή αμφισβητήτο συνεχώς από τις επιπτώσεις της μακράς ύφεσης. Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα σημειώνονταν συχνά μειώσεις μισθών και μαζικές απολύσεις, ενώ οι συνθήκες εργασίας χειροτέρευαν συνεχώς. Το γεγονός ότι το μέσο εισόδημα ανέβαινε, επειδή οι τιμές των τροφίμων και των ενοικίων έπεφταν ακόμη περισσότερο απ' ότι οι ονομαστικοί μισθοί, δεν λαμβάνονταν υπόψη. Διότι το ρίσκο της υπαρξιακής καταστροφής που εμφανιζόταν σε κάθε απόλυση, σε κάθε ατύχημα και σε κάθε σοβαρή ασθένεια, κυριαρχούσε στην προλεταριακή καθημερινότητα. Γι' αυτό το λόγο η εργατική τάξη, που διαμορφώθηκε παγκοσμίως κατά τη μακρά ύφεση, επεδίωξε τέσσερις βασικούς στόχους: α) τη διασφάλιση του μισθού, β) τη μείωση του χρόνου εργασίας, γ) τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών και δ) την κοινωνική προστασία της τάξης ενάντια στις μεταπτώσεις της ύπαρξης μέσω αυτοδιαχειριζόμενων θεσμών υποστήριξης. Όλα τα απεργιακά κινήματα που συγκροτήθηκαν στο ξεκίνημα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1873-1879 και αυξάνονταν σε μαζικότητα στη διάρκεια της μακράς ύφεσης, βασίζονταν τουλάχιστον σε ένα από τα στοιχειώδη αυτά αιτήματα.
Στη διάρκεια αυτών των βασικών αγώνων για μια ζωή πέρα από την πείνα, τη φτώχεια και την ανελευθερία, η επιβολή των δικαιωμάτων διαβίωσης των ανειδίκευτων, κακοπληρωμένων και προσωρινά απασχολούμενων εργατών/ριών έπαιζε έναν όλο και μεγαλύτερο ρόλο. Σ' αυτό παραπέμπουν όχι μόνο οι μεγάλες μαζικές απεργίες στην Ευρώπη - π.χ. η απεργία των λονδρέζων λιμενεργατών και των ανθρακωρύχων της περιοχής του Ρουρ στη Γερμανία το 1889 - αλλά ακόμη περισσότερο οι εργατικοί αγώνες στις ΗΠΑ, οι οποίοι κλιμακώνονταν σε αιματηρές συγκρούσεις με τις ιδιωτικές φρουρές των αφεντικών και την εθνοφρουρά. Το αποκορύφωμά τους ήταν η γενική απεργία των σιδηροδρομικών της Δυτικής Βιρτζίνια και του Οχάιο τον Ιούλη-Αύγουστο του 1887, η αιματοβαμμένη γενική απεργία για την επιβολή του οκταώρου κατά τις πρώτες μέρες του Μαϊου του 1886 στο Σικάγο, η απεργία των εργατών στη χαλυβουργία Homestead που ανήκε στον όμιλο Carnegie κοντά στο Πίτσμπουργκ τον Ιούνη-Ιούλη του 1892, και η απεργία του προσωπικού σε ένα εργοστάσιο βαγονιών της Pullman Car Company το Μάη του 1894, στη διάρκεια της οποίας τα μέλη του νεοϋδριθέντος συνδικάτου American Railway Union παρέλυσαν όλες τις σιδηροδρομικές γραμμές που χρησιμοποιούσε η Pullman. Για πρώτη φορά έδειξαν ότι η γενική απεργία ενός συνδικάτου οργανωμένου σε όλη τη χώρα μπορούσε να πλήξει αποφασιστικά όλο το σύστημα της οικονομίας. Σε όλες αυτές τις μαζικές ενέργειες οι εργάτες/ριες απαιτούσαν "μόνο" ένα μεγαλύτερο μερίδιο στον αυξανόμενο κοινωνικό πλούτο. Το μερίδιο αυτό θα έπρεπε να εκφραστεί με μειωμένα ωράρια και σταθερούς μισθούς οι οποίοι θα διασφάλιζαν ένα επίπεδο διαβίωσης. Μέσα από τους αγώνες εμπόδισαν το ξεπέρασμα της μακράς ύφεσης εις βάρος τους, ταυτόχρονα όμως ενίσχυσαν τις προσπάθειες των επιχειρηματικών διοικήσεων για την επιταχυνόμενη εισαγωγή καινοτομιών στην τεχνολογία και την οργάνωση της εργασίας. Ειδικά οι πιο προοδευτικοί εργατικοί αγώνες στις ΗΠΑ έδειξαν, ότι η διαρκής ανταρσία της ζωντανής εργασίας με τις καθημερινές και μαζικές μορφές εκδήλωσής της αποτέλεσε έναν κρίσιμο παλμό για τη φαινομενικά "ατέλειωτη" καπιταλιστική εξέλιξη.
Φυσικά πολλοί εργάτες και εργάτριες επεδίωκαν τέτοιες προοπτικές μεταρρυθμίσεων. Σ' αυτό το θέμα συμφωνούσαν με πολλούς διανοούμενους υποστηρικτές τους. Αυτή η συμφωνία οδήγησε σε πολύπλευρες πολιτικές πρωτοβουλίες και συζητήσεις περί στρατηγικής, οι οποίες διαμόρφωσαν τους εργατικούς αγώνες κατά τη διάρκεια της μακράς ύφεσης και επηρέασαν πολύ τα σχηματιζόμενα μαζικά συνδικάτα του new unionism. Χοντρικά μπορούμε να διακρίνουμε τρία βασικά ρεύματα, τα οποία είχαν δώσει την τελευταία από κοινού μάχη στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και έπειτα είχαν εισέλθει σε μια κούρσα αντιπαράθεσης μεταξύ τους. Η πρώτη τάση οργανώθηκε στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Κεντρικής Ευρώπης και στη Σοσιαλιστική Διεθνή (Δεύτερη Διεθνής) που ιδρύθηκε το 1889. Πόνταρε στην υπεροχή της πολιτικής, διότι μόνο μέσα από την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας θα μπορούσε η εργατική τάξη να απελευθερώσει το δρόμο για τη σοσιαλιστική αναμόρφωση των σχέσεων παραγωγής. Ο ρώσος σοσιαλεπαναστάτης Peter L. Lavrov χαρακτήρησε με οξυδέρκεια αυτό το ρεύμα ως "κράτος χωρίς έδαφος" λόγω της συγκεντρωτικής και κρατικίστικης συμπεριφοράς του. Η δεύτερη τάση, αυτή των αναρχικών, ήταν λιγότερο ομοιογενής. Οι αναρχο-κομμουνιστές ήθελαν να βάλουν μπρος την προλεταριακή επανάσταση μέσα από την "προπαγάνδα της πράξης". Η κοινοτική φράξια πόνταρε στην επέκταση της αυτοδιαχειριζόμενης αμοιβαίας βοήθειας με σκοπό τον αυτοπροσδιορισμό του συνόλου της κοινωνίας. Και οι αναρχο-συνδικαλιστές προτιμούσαν τη δημιουργία επαναστατικών βιομηχανικών συνδικάτων που θα ανάγκαζαν τον καπιταλισμό να γονατίσει ως αποτέλεσμα ενός εκτεταμένου κινήματος γενικών απεργιών. Το πιο ενδιαφέρον ίσως τρίτο ρεύμα αναπτύχθηκε στο περιβάλλον των ρώσων σοσιαλεπαναστατών, επειδή αυτοί ήταν οι μοναδικοί που επεδίωξαν μια κατάλληλη απάντηση στις σύνθετες ταξικές σχέσεις στο περιθώριο του παγκόσμιου συστήματος. Ονομάζονταν Narodniki (Λαϊκή Θέληση) και θεωρούσαν τα συλλογικά συστήματα αναδιανομής των αγροτικών κοινοτήτων σαν αφετηρία για μια επαναστατική ανατροπή, όπου εκτός από τις αγροτικές οικογένειες θα έπρεπε να συμπεριληφθούν επίσης οι αγρότες-εργάτες και το μικρό εργατικό στρώμα των βιομηχανικών θυλάκων. Η βάση της κοινωνικής αλλαγής θα έπρεπε όμως να παραμείνει αγροτική, ενώ οι καταστροφές που προέκυψαν από τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό θα αποφεύγονταν με τη βοήθεια της νικηφόρας εργατικής τάξης των ανεπτυγμένων κέντρων, η οποία θα προσέφερε την τεχνολογία για το ξεπέρασμα της αγροτικής καθυστέρησης. Ωστόσο η προπαγανδισμένη από την παράνομη οργάνωση Zemlja i Volja (Γη και Ελευθερία) "Πορεία μέσα στο λαό" θεωρήθηκε αποτυχημένη. Και επειδή η δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου ΙΙ το έτος 1881 δεν απελευθέρωσε το επαναστατικό δυναμικό των αγροτών και αγροτο-εργατών, ένα τμήμα της ρωσικής διανόησης στράφηκε στο "νόμιμο μαρξισμό". Τώρα η μετάβαση της Ρωσίας στον καπιταλισμό ήταν αναπόφευκτη. Επειδή όμως η ρωσική μπουρζουαζία φαινόταν πολύ αδύναμη για κάτι τέτοιο, η σοσιαλδημοκρατία έπρεπε να καταφέρει μόνη της αυτήν την ηράκλεια εργασία.
Όλες οι παραπάνω αντιμαχόμενες στρατηγικές προοπτικές ήταν μια απάντηση στην κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Δεν θα έπρεπε να υπερεκτιμήσουμε την επίδραση αυτών των προοπτικών στις διαδικασίες μάθησης των κατώτερων τάξεων, οι οποίες εκείνη την περίοδο μετεξελίσσονταν ποικιλοτρόπως σε ένα προλεταριακό πολυσύμπαν του παγκόσμιου συστήματος. Μας δείχνουν όμως ότι η καπιταλιστική εξέλιξη ειδικά στην πρώτη της μεγάλη φάση στασιμότητας αποτελείτο πάντα από δυο πλευρές. Από τη μία περιορίζονταν συχνά οι στόχοι που έβαζαν τα δρώντα υποκείμενα του προλεταριακού πολυσύμπαντος, προκειμένου να ξεφύγουν από την κατάσταση του χρόνιου υποσιτισμού και της απερίγραπτης ένδειας και να οικειοποιηθούν μια γερή μερίδα του κοινωνικού πλούτου που γεννιόταν. Συνδέονταν όμως πάντα με ρεύματα που επεδίωκαν τους παραπάνω στόχους και απαιτούσαν μια ευρεία συστημική αλλαγή. Η συνεργασία αυτή ήταν ένας σημαντικός "ενδογενής" παράγοντας που συνέβαλε αποφασιστικά στο ξεπέρασμα της ύφεσης και στην πραγματοποίηση του τρίτου μεγάλου κύκλου (οικονομικής ανάπτυξης).