Ιστορίες
ενάντια στην εξατομίκευση - Εργοστασιακές
εμπειρίες από τη δεκαετία του 1970 στη Γερμανία
1. Η
ανακάλυψη του “μαζικού εργάτη”
2. Αγάπη για τη μηχανή, μίσος για το
εργοστάσιο
3. “Λέτσοι,
Yippies
και Χασισορέμπελοι” - το άλλο κίνημα
των μαθητευόμενων
4. Η αφηρημένη εργασία (abstrakte Arbeit) στον καπιταλισμό
4. Η αφηρημένη εργασία (abstrakte Arbeit) στον καπιταλισμό
*από την ένθετη έκδοση Materialien gegen die Individualisierung στο #93 του γερμανικού περιοδικού Wildcat, χειμώνας 2012 (www.wildcat-www.de). Η έκδοση περιέχει μεταξύ άλλων συνεντεύξεις εργατών που καταθέτουν εργασιακές και κοινωνικές εμπειρίες από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα.
1. Η ανακάλυψη του “μαζικού εργάτη”
Όλοι
οι συγγενείς μου εργάζονταν ως τεχνίτες
και ειδικευμένοι εργάτες, και σχεδόν
όλοι ήταν οργανωμένοι συνδικαλιστικά.
Το γεγονός αυτό είχε διαμορφώσει την
εικόνα που είχα για τους εργάτες: ήθελαν
να παρέχουν μια ευπρεπή εργασία, όπως
και οι συγγενείς μου, οι οποίοι ήταν
εργατικοί και είχαν τα σπιτάκια τους!
Οι εργάτες ασκούσαν αντιπολίτευση στους
διευθυντές του εργοστασίου και θεωρούσαν
ξεκάθαρα, ότι θα μπορούσαν να διευθύνουν
το εργοστάσιο πολύ καλύτερα, επειδή
βέβαια ξέρουν πως λειτουγεί. Αυτό ήταν
το κλασικό κοινωνικό περιβάλλον των
ειδικευμένων εργατών.
Η
επιθυμία των ειδικευμένων εργατών ήταν
τα παιδιά τους να λάβουν εκπαίδευση
πέρα από το δημοτικό σχολείο. Ως παιδί
εργατών μπορούσες να πας σε σχολείο
μέσης εκπαίδευσης. Εγώ τελείωσα τη μέση
εκπαίδευση στα τέσσερα χρόνια. Για μένα
τότε, στα 14 μου, σημαντικό πράγμα ήταν
η μουσική (Rolling Stones), τα
μαλλιά μου είχαν μακρύνει και τσακωνόμουνα
με τους γονείς. Είχα παραγείλλει τη
βίβλο του Μάο και την πουλούσα στο
σχολείο. Ήταν η πρώτη μου μεγάλη σύγκρουση
με την εξουσία του σχολείου, αλλά και
με τους γονείς. Παρόλα αυτά τελείωσα το
σχολείο και έπειτα - όπως απαιτούσαν οι
γονείς - πήγα για επαγγελματική εκπαίδευση
(μαθητεία) ως εργοστασιακός ηλεκτρολόγος.
Και εκεί είχα επαφές μόνο με ειδικευμένους
εργάτες. Όπως σε όλες τις μεγάλες
επιχειρήσεις ήταν επιθυμητό οι εργάτες
να είναι στο σωματείο. Συνδικαλιστικά
ήμουν οργανωμένος μόνο λόγω οικογενειακής
παράδοσης, αλλά όχι δραστήριος. Πιο
ενεργοί ήταν το δεύτερο και το τρίτο
έτος των μαθητευόμενων, οι οποίοι είχαν
και μια συνδικαλιστική ομάδα νεολαίας.
Μια σύγκρουση με οδήγησε να αποχωρήσω
από το σωματείο. Η πλειοψηφία των εργατών
στην αλυσίδα συναρμολόγησης κατάγονταν
από τα γύρω χωριά. Η γεωργία δεν τους
απέφερε πια εισόδημα, και τώρα εργάζονταν
ως αγρότες μερικής απασχόλησης και ως
εργάτες βάρδιας στο εργοστάσιο. Το
φθινόπωρο, όταν εκκρεμούσε η συγκομιδή
της πατάτας, είχαν φυσικά πρόβλημα.
Κατάφερναν να μαζεύουν τη σοδειά με
άδειες ασθενείας. Εμείς οι μαθητευόμενοι
έπρεπε να τους αντικαθιστούμε, προκειμένου
η γραμμή συναρμολόγησης να συνεχίσει
να λειτουργεί. Σύμφωνα με τη σύμβαση
της μαθητείας κατά τη διάρκεια της
εκπαίδευσης έμπαινες μόνο για έξι
εβδομάδες στην αλυσίδα συναρμολόγησης.
Όλοι όσοι ήταν ήδη στη γραμμή παραγωγής,
δηλαδή οι πρωτοετείς μαθητευόμενοι,
αρνήθηκαν να πάνε εκεί. Οι άλλοι δεν
μπόρεσαν να αρνηθούν. Ο εκπρόσωπος του
σωματείου προσπάθησε να μας πείσει ότι
πρόκειται για το καλό της εταιρείας.
Τότε για πρώτη φορά κατάλαβα ότι οι
συνδικαλιστές βρίσκονται στη λάθος
πλευρά, όταν μας πιέζουν να δουλέψουμε
εκεί. Εμείς είμασταν πεισματάρηδες και
είχαμε υποστήριξη από την κουλτούρα
των συναδέλφων. Και έτσι αντέξαμε.
Σημαντική ήταν επίσης μια εφημερίδα
μαθητευόμενων μαθητών την οποία φτιάχναμε
από κοινού. Μετά από αυτό το περιστατικό
μού προτείνανε να παραιτηθώ της εργασίας
με αμοιβαία συμφωνία, επειδή δεν ήμουν
κατάλληλος και μπλα μπλα μπλα. Είπα
αμέσως ναι, γιατί σκέφτηκα ότι τότε θα
είχα χρόνο για να πάω στο επαγγελματικό
λύκειο, το οποίο τέλειωσα σε ενάμιση
χρόνο.
Μετά την αποφοίτηση δεν ήξερα ακριβώς
τι να κάνω. Εκείνη την εποχή μια εταιρεία
με 1400 εργάτες που κατασκεύαζε κεραμίδια,
ζητούσε κόσμο. Ξεκίνησα να εργάζομαι
εκεί ως βοηθός ηλεκτρολόγου, αλλά με
έστελναν και στην παραγωγή. Πήγα εκεί
επειδή ήθελα να κερδίσω χρήματα. Δεν
είχα καμιά πρόθεση να κάνω εργατική
προπαγάνδα. Ο κόσμος μου ήταν ο ελεύθερος
χρόνος, να βγαίνω έξω, να γνωρίζω τα
πρώτα κορίτσια... Σε αυτό το εργοστάσιο
υπήρχε ένας υψηλός βαθμός συνδικαλιστικής
οργάνωσης των ειδικευμένων εργατών, οι
οποίοι δεν πλήρωναν μόνο τις εισφορές
τους στο σωματείο, αλλά ήταν και πολύ
δραστήριοι. Είχαν δραστηριοποιηθεί
πολύ στη συζήτηση που είχε ξεκινήσει
σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων
στη διοίκηση της επιχείρησης και
χρησιμοποιούσαν για του ίδιους τα
πλεονεκτήματα που τους παρείχε η
εταιρεία: ελεύθερη κρίση των ειδικευμένων
εργατών για φοίτηση στη σχολή εκπαίδευσης
αρχιεργατών κτλ.
Στις
συνομιλίες που λάμβαναν χώρα πάντα κατά
τη διάρκεια του κολατσιού και των
μεσημεριανών διαλειμμάτων, όλοι αυτοί
οι μηχανικοί και
ηλεκτρολόγοι σχολίαζαν κακόβουλα τους
εργάτες της παραγωγής και τους εργάτες
της γραμμής συναρμολόγησης: “Ηλίθιοι
αγρότες. Δεν είναι ικανοί για τίποτα
άλλο, εκτός από το να στέκονται μπροστά
στην πρέσσα, ο καθένας μπορεί να τη
χειριστεί. Δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον
για την ευημερία της εταιρείας...”. Κάπως
έτσι συμμεριζόμουν αυτήν την άποψη, δεν
το είχα σκεφτεί και πολύ. Μέχρι που μπήκα
στην παραγωγή και γνώρισα από κοντά
αυτόν τον κόσμο.
Η πρώτη μου βάρδια ήταν νυκτερινή.
Σκέφτηκα, τώρα πρέπει να εργαστώ και
μάλιστα να το κάνω σβέλτα. Η πρώτη πρόταση
του συναδέλφου ήταν: “Χαλαρά, χαλαρά,
νεαρέ. Ο μηχανικός κοιμάται ήδη, τον
ηλεκτρολόγο τον γνωρίζουμε. Θα δουλέψουμε
πολύ ήρεμα. Ξέρουμε και τον οδηγό του
γερανού, κι αυτός μαζί μας είναι. Πρώτα
θα σταματήσουμε για κολατσιό”. Ξεκινήσαμε
να δουλεύουμε μόλις στις 22:30. Τότε
κατάλαβα ότι έκαναν κόλπα για να
επιβραδύνουν την παραγωγή και να
κερδίζουν ελεύθερο χρόνο. Τη μία
εξαφανιζόταν ένα βύσμα, την άλλη ένα
σύρμα από τον διανομέα, και ο ηλεκτρολόγος
χρειαζόταν περίπου μισή ώρα για να βρει
τα εξαρτήματα.
Έτσι γνώρισα άλλους ανθρώπους με άλλες
αντιλήψεις για το εργοστάσιο. Βρίσκονταν
εκεί μόνο για να κερδίσουν χρήματα, τα
όνειρά τους αφορούσαν τη ζωή εκτός
εργοστασίου: το μικρό αγρόκτημα με το
οποίο ίσως θα μπορούσαν να επιβιώσουν.
“Αν κάνω οικονομίες πέντε έως έξι
χρόνια, θα έχω αρκετά φράγκα”. Συνεπώς
ήταν πάντα ένα όνειρο που βρισκόταν
εκτός εργοστασίου. Ήταν πανευτυχείς
όταν τελείωνε η βάρδια. Αδιαφορούσαν
για το καλό της εταιρείας, όπως και για
το εάν τα εργαλεία της παραγωγής ήταν
εντάξει. Ήταν και η σύγκρουση με τους
ειδικευμένους εργάτες, που έπρεπε να
επιδιορθώνουν τα χαλασμένα μηχανήματα.
Συναντιόμουν
τακτικά και συζητούσα με άλλους τέσσερις
συναδέλφους, όλοι γύρω στα 19 και
ειδικευμένοι εργάτες. Παράλληλα είχα
γίνει πιο έξυπνος πολιτικά. Είχα αποκτήσει
επαφές με την ομάδα Arbeitersache
από το Μόναχο, που φτιάχτηκε
το 1971, και γνώρισα τα θεωρητικά γραπτά
τους. Όταν τα διάβασα, ήταν σαν να άνοιξαν
ξαφνικά τα μάτια μου, κατάλαβα ότι
υπάρχει μια σύνθεση
της εργατικής τάξης, ότι οι εργάτες της
γραμμής συναρμολόγησης είναι το κατώτατο
τμήμα της παραγωγής, ότι είναι η
πλειοψηφία, και ότι η οργάνωσή τους στα
συνδικάτα δεν ταιριάζει στη δομή τους,
επειδή είχαν μια εντελώς άλλη συνείδηση
σχετικά με τον εαυτό τους στο εργοστάσιο
και επίσης καμιά προοπτική μέσα
σε αυτό, αλλά εκτός του
εργοστασίου. Επίσης παρατήρησα ότι οι
ειδικευμένοι εργάτες είναι βασικά
προνομιούχοι.
Για
πρώτη φορά κατάλαβα ότι και οι νέοι
ειδικευμένοι εργάτες δεν ήθελαν να
μείνουν στο εργοστάσιο. Δεν είμασταν
πολιτικοποιημένοι, το σημαντικότερο
ήταν ότι γιορτάζαμε και βγαίναμε βόλτα
από κοινού. Εγώ όμως πολιτικοποιήθηκα
εκτός εργοστασίου. Πολύ πιο πριν
σκεφτόμουν πάντα ότι αυτή η εργασία δεν
είναι ο κόσμος σου, αυτός ο κόσμος των
ειδικευμένων εργατών. Συμπαθούσα τους
εργάτες της γραμμής συναρμολόγησης,
γιατί με τις μεθόδους τους αμύνονταν
κατά της παραγωγής. Στεκόμουν όμως
ανάμεσα στους ειδικευμένους εργάτες
και τους εργάτες της αλυσίδας
συναρμολόγησης: οι μεν είναι μικροαστοί
και οι δε ενδιαφέρονται μόνο για το
ηλίθιο αγρόκτημά τους. Ακριβώς αυτό
διάβαζα στα γραπτά της ομάδας Arbeitersache:
υπάρχουν άνθρωποι που
εργάζονται στην παραγωγή και προέρχονται
από όλες τις γωνιές του κόσμου, οι οποίοι
δεν έχουν καμιά εμπειρία 50 ετών σαν
οικογένεια ειδικευμένων εργατών, και
θέλουν να βγάλουν χρήματα με τον ελάχιστο
δυνατό κόπο και χρόνο. Έτσι μπορούσα να
εξηγήσω τη συμπεριφορά τους. Δεν μου
καιγόταν καρφί για το γεγονός ότι είχαν
το κηπάκι τους. Κι αν ο καθένας θέλει να
έχει τον κήπο του, το ίδιο μου κάνει,
εφόσον οι εργάτες της αλυσίδας
συναρμολόγησης προβάλλουν αντίσταση
στο εργοστάσιο. Αυτή ήταν η δική μου
διαδικασία μάθησης, δηλαδή ότι μπορεί
κανείς να αποκτήσει επαναστατικά
περιεχόμενα. Εκείνη την εποχή αισθανόμουν
ότι οι εργάτες είναι ικανοί να κάνουν
κάτι τέτοιο. Καταρχήν με την αντίσταση
κατά του εργασιακού στρες είναι εφικτό
να αναπτυχθεί κάτι επαναστατικό. Εδώ
μου έγινε ξεκάθαρο ότι αυτή η αντίσταση
είναι μια προοπτική και για μένα: να
βρεθεί μια επαναστατική αφετηρία.
Ύστερα
ξεκίνησε η πρώτη απεργία στην Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία της Γερμανίας, την οποία
πήρα είδηση από τους συντρόφους στο
Μόναχο, ήταν η απεργία των ιταλών εργατών
της BMW το
1972. Για πρώτη φορά πήρα χαμπάρι, ότι κάτι
μεγάλο συνέβαινε μέσα στο εργοστάσιο.
Ότι και σε αυτήν την περίπτωση ο κόσμος
βγάζει κάτι επιθετικό. Έκτοτε παραμένω
αφοσιωμένος σε αυτή την αντίληψη για
την εργατική τάξη μέχρι σήμερα.
4. Η αφηρημένη εργασία (abstrakte Arbeit) στον καπιταλισμό
“Για έναν διανοούμενο είναι δύσκολο να παραδεχθεί ότι η θεωρία δεν έχει καμία αξία καθαυτή, αλλά ότι στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα εργαλείο. Ο διανοούμε- νος βλέπει στην παραγωγή θεωρίας μια αξία καθαυτή, μια αφηρημένη αξία. Πρέπει να εναντιωθεί στην ίδια του τη φύση, στον επαγγελματικό του κώδικα, για να καταλάβει ότι η παραγωγή θεωρίας ή θα είναι ένα εργα- λείο για δράση ή θα είναι εμπόρευμα. Αν κάποιος θέλει να καταλάβει τον εργατισμό (operaismo), είναι σημαν- τικότερο να μιλήσει γι' αυτόν, παρά για τις ιδιοφυείς ερμηνείες των κειμένων του Μαρξ, τις οποίες προβάλλαμε εκείνο τον καιρό”. [1]
Η θεμελιώδης αντίφαση της κεφαλαιακής σχέσης βρίσκεται στην ενότητα της εργασιακής και εκμεταλλευτικής διαδικασίας. Από τη μία πλευρά το κεφάλαιο αναπτύσσει την εργασία ως κοινωνική, και από την άλλη πρέπει να την εξατομικεύει πολιτικά ως βάση της αξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλαδή να την καθορίζει ως μεμονωμένη εργασία. Στη ιστορία της ταξικής πάλης μπορεί κανείς να δει, το πως οι εργάτες οικειοποιούνταν συνέχεια εκ νέου την κοινωνικότητα της εργασίας σαν δική τους αγωνιστική ισχύ. Εργάτες που μπορούν από κοινού να κρατήσουν σε λειτουργία τα πάντα, μπορούν και να τα ανατρέψουν.
Αυτή η αντίφαση μέσα στην εργασία είναι η κεντρική αφετηρία της επαναστατικής θεωρίας. Η ρεφορμιστική κριτική γκρινιάζει για τις άδικες σχέσεις διανομής – είτε του πλούτου, είτε της εργασίας, όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους ανεργίας. Ή εξοργίζεται για τη μονοτονία και την ηλιθιότητα της εργασίας στον καπιταλισμό, ή θρηνεί για την καταστροφή της “υποκειμενικότητας και της προσωπικότητας” - και αντιτάσσει την αφηρημένη εικόνα μιας ανθρώπινης και γεμάτης νόημα εργασίας.
Απεναντίας ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τη διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου ως δύναμη προώθησης της διαδικασίας της “πραγματικής υπαγωγής”. Αναπτύσσει έναν συλλογισμό, τον οποίο ξέχασαν εντελώς οι “μαρξιστές” της 2ης και 3ης Διεθνούς, και ο οποίος έχει εξαλειφθεί ακόμα και στο συνηθισμένο μαρξισμό του σήμερα: Η αφετηρία της άποψης ότι οι εργάτες ως τάξη μπορούν να ανατρέψουν τις κοινωνικές σχέσεις, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι οι εργάτες εκτελούν αφηρημένη εργασία. Ακριβώς επειδή η εργασία γίνεται ανταλλάξιμη, τίποτα πια δεν συνδέει τους εργάτες με την εργασία τους. Γι' αυτό το λόγο μπορούν να αγωνίζονται για την κατάργησή της. (...)
Η εργατική δύναμη είναι ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα. Σε αντίθεση με άλλα εμπορεύματα η κατανάλωση της εργατικής δύναμης είναι αμφισβητήσιμη, είναι μια διαδικασία μάχης: Ο καπιταλιστής πρέπει να προσέχει ώστε αυτό το εμπόρευμα να αναλώνεται επαρκώς κατά την εργασιακή διαδικασία, και δεν μπορεί εκ των προτέρων να είναι σίγουρος, ότι θα βγάλει κάτι από αυτό. (...)
Αρκετοί αριστεροί συγγραφείς έχουν καταλάβει ελάχιστα αυτόν τον κρίσιμο συλλογισμό του Μαρξ, ότι οι εργάτες/ριες εκτελούν “αφηρημένη εργασία”, και ότι ακριβώς σ' αυτήν οφείλεται το επαναστατικό δυναμικό τους. (...)
Αλλά και στον Μαρξ δεν βρίσκει κανείς κάποια ανάλυση, για το πως οι εργάτες οικειοποιούνται την κοινωνικότητα, η οποία αρχικά στήνεται από το κεφάλαιο, και για το πως προωθούν τον αγώνα τους τόσο πολύ ώστε να καταστρέψουν την ταξική σχέση. Εδώ μπήκαν οι ιταλοί εργατιστές στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η εργατίστικη έρευνα αναζητά τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες/ριες μπορούν να αναποδογυρίσουν την παραγωγική συνεργασία τους.
“Η διανοητική υπεροχή του εργατισμού οφειλόταν στο γεγονός ότι είχαμε καταλάβει, πως είναι δυσκολότερο να κατανοήσεις την πολύπλοκη πραγματικότητα του εργοστασίου παρά να κατανοήσεις το πιο δύσκολο κείμενο του Μαρξ”. [2]
[1,2] Sergio Bologna: Der Operaismus – Eine Innenansicht, στο βιβλίο: Ueber Marx hinaus, Assoziation
A, Berlin/Hamburg 2009.
4. Η αφηρημένη εργασία (abstrakte Arbeit) στον καπιταλισμό
“Για έναν διανοούμενο είναι δύσκολο να παραδεχθεί ότι η θεωρία δεν έχει καμία αξία καθαυτή, αλλά ότι στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα εργαλείο. Ο διανοούμε- νος βλέπει στην παραγωγή θεωρίας μια αξία καθαυτή, μια αφηρημένη αξία. Πρέπει να εναντιωθεί στην ίδια του τη φύση, στον επαγγελματικό του κώδικα, για να καταλάβει ότι η παραγωγή θεωρίας ή θα είναι ένα εργα- λείο για δράση ή θα είναι εμπόρευμα. Αν κάποιος θέλει να καταλάβει τον εργατισμό (operaismo), είναι σημαν- τικότερο να μιλήσει γι' αυτόν, παρά για τις ιδιοφυείς ερμηνείες των κειμένων του Μαρξ, τις οποίες προβάλλαμε εκείνο τον καιρό”. [1]
Η θεμελιώδης αντίφαση της κεφαλαιακής σχέσης βρίσκεται στην ενότητα της εργασιακής και εκμεταλλευτικής διαδικασίας. Από τη μία πλευρά το κεφάλαιο αναπτύσσει την εργασία ως κοινωνική, και από την άλλη πρέπει να την εξατομικεύει πολιτικά ως βάση της αξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλαδή να την καθορίζει ως μεμονωμένη εργασία. Στη ιστορία της ταξικής πάλης μπορεί κανείς να δει, το πως οι εργάτες οικειοποιούνταν συνέχεια εκ νέου την κοινωνικότητα της εργασίας σαν δική τους αγωνιστική ισχύ. Εργάτες που μπορούν από κοινού να κρατήσουν σε λειτουργία τα πάντα, μπορούν και να τα ανατρέψουν.
Αυτή η αντίφαση μέσα στην εργασία είναι η κεντρική αφετηρία της επαναστατικής θεωρίας. Η ρεφορμιστική κριτική γκρινιάζει για τις άδικες σχέσεις διανομής – είτε του πλούτου, είτε της εργασίας, όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους ανεργίας. Ή εξοργίζεται για τη μονοτονία και την ηλιθιότητα της εργασίας στον καπιταλισμό, ή θρηνεί για την καταστροφή της “υποκειμενικότητας και της προσωπικότητας” - και αντιτάσσει την αφηρημένη εικόνα μιας ανθρώπινης και γεμάτης νόημα εργασίας.
Απεναντίας ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τη διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου ως δύναμη προώθησης της διαδικασίας της “πραγματικής υπαγωγής”. Αναπτύσσει έναν συλλογισμό, τον οποίο ξέχασαν εντελώς οι “μαρξιστές” της 2ης και 3ης Διεθνούς, και ο οποίος έχει εξαλειφθεί ακόμα και στο συνηθισμένο μαρξισμό του σήμερα: Η αφετηρία της άποψης ότι οι εργάτες ως τάξη μπορούν να ανατρέψουν τις κοινωνικές σχέσεις, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι οι εργάτες εκτελούν αφηρημένη εργασία. Ακριβώς επειδή η εργασία γίνεται ανταλλάξιμη, τίποτα πια δεν συνδέει τους εργάτες με την εργασία τους. Γι' αυτό το λόγο μπορούν να αγωνίζονται για την κατάργησή της. (...)
Η εργατική δύναμη είναι ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα. Σε αντίθεση με άλλα εμπορεύματα η κατανάλωση της εργατικής δύναμης είναι αμφισβητήσιμη, είναι μια διαδικασία μάχης: Ο καπιταλιστής πρέπει να προσέχει ώστε αυτό το εμπόρευμα να αναλώνεται επαρκώς κατά την εργασιακή διαδικασία, και δεν μπορεί εκ των προτέρων να είναι σίγουρος, ότι θα βγάλει κάτι από αυτό. (...)
Αρκετοί αριστεροί συγγραφείς έχουν καταλάβει ελάχιστα αυτόν τον κρίσιμο συλλογισμό του Μαρξ, ότι οι εργάτες/ριες εκτελούν “αφηρημένη εργασία”, και ότι ακριβώς σ' αυτήν οφείλεται το επαναστατικό δυναμικό τους. (...)
Αλλά και στον Μαρξ δεν βρίσκει κανείς κάποια ανάλυση, για το πως οι εργάτες οικειοποιούνται την κοινωνικότητα, η οποία αρχικά στήνεται από το κεφάλαιο, και για το πως προωθούν τον αγώνα τους τόσο πολύ ώστε να καταστρέψουν την ταξική σχέση. Εδώ μπήκαν οι ιταλοί εργατιστές στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η εργατίστικη έρευνα αναζητά τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες/ριες μπορούν να αναποδογυρίσουν την παραγωγική συνεργασία τους.
“Η διανοητική υπεροχή του εργατισμού οφειλόταν στο γεγονός ότι είχαμε καταλάβει, πως είναι δυσκολότερο να κατανοήσεις την πολύπλοκη πραγματικότητα του εργοστασίου παρά να κατανοήσεις το πιο δύσκολο κείμενο του Μαρξ”. [2]
[1,2] Sergio Bologna: Der Operaismus – Eine Innenansicht, στο βιβλίο: Ueber Marx hinaus, Assoziation
A, Berlin/Hamburg 2009.
αλό, πως θα μπορούσα να προμηθευτώ παλιά τεύχη του τομέα;
ΑπάντησηΔιαγραφή